Κυριακή απόγευμα, πίνεις το καφεδάκι σου στη Ζεύξιδος, ανέμελα και ξέγνοιαστα. Σκρολάρεις στα σόσιαλ και ξαφνικά βλέπεις το χθεσινό σου στάτους να μοστράρεται κουνιστό και λυγιστό στο προφίλ της Μαρίας που τη γνώρισες ένα καλοκαίρι –ούτε που θυμάσαι πόσα χρόνια πριν– σ’ ένα νησάκι και κλαμπάρατε για καμιά βδομάδα μαζί.

Όπα, λες. Μπάστα, ρε Μαράκι! Σ’ άρεσε το στάτους, το βρήκες έξυπνο κι άξιο αντιγραφής. Μπορεί και να σου ταίριαζε κιόλας, στην ιδιοσυγκρασία σου, ή στο χαρακτήρα σου, ή ακόμη και στη φάση που περνάς τον τελευταίο καιρό! Σεβαστό και το καταλαβαίνω απόλυτα. Κι εμένα μου έχει συμβεί. Άπειρες φορές. Άνθρωποι γράφουνε τα εσώψυχά τους κι όλοι μας μία-δύο ή περισσότερες φορές ταυτιστήκαμε με κάποιους στον απόλυτο βαθμό.

Κάνε όμως, βρε κούκλα μου, την προσπάθεια να γράψεις έστω πως δεν είναι δικό σου το στάτους, πως δεν είναι τα λεγόμενά σου, ούτε οι ακριβείς σκέψεις σου -κι ας ταιριάζουν με τις δικές σου. Όχι, δε λέμε να κοτσάρει και το όνομα του άλλου, λες κι είναι κάνας σοφός κι έκανε καμιά σπουδαία ανακάλυψη. Δεν είμαστε τίποτα ψωνάρες. Ας χρησιμοποιούσε, όμως, κάνα σημείο στίξης, ξέρετε, αυτά τα εισαγωγικά που βάζουμε για να δηλώσουμε λόγια άλλων. Ας έβαζε μία σημείωση ότι το βρήκε κάπου και της άρεσε. Ας έκανε κάτι, τέλος πάντων!

Και το χειρότερο δεν είναι αυτό! Ω, ναι, έχει και συνέχεια. Τα συχαρίκια και τα μπράβο στα σχόλια από κάτω να δίνουν και να παίρνουν και το Μαράκι να καμαρώνει σαν παγόνι για την επιτυχία του στάτους της, να λέει «ευχαριστώ» για τα όμορφα λόγια που της γράφουν. Ε, η υπομονή έχει και τα όριά της.

Λίγες στιγμές μετά κι αφού σου φύγει ο δικαιολογημένος εκνευρισμός, το σκέφτεσαι καλύτερα. Γυρίζεις για λίγο το βλέμμα γύρω σου. Η πόλη αν και Κυριακή –που είναι κοινωνικά αποδεκτή ως μέρα μελαγχολίας– έχει ζωή. Ο κόσμος περπατάει, γελάει, αγκαλιάζεται, μιλά δυνατά, πίνει καφέ ή μπίρα, τρώει burgers και περνάει καλά! Κι εσύ, κάπου στη μέση, να ασχολείσαι με το κλεμμένο στάτους και το Μαράκι, που έτυχε να γνωρίσεις έναν Αύγουστο.

Σιγά μην κάτσεις να σκάσεις. Σηκώνεσαι και περπατάς, παίρνεις τηλέφωνο το παρεάκι σου και κανονίζεις συνάντηση στις δέκα στο γνωστό μπαράκι. Αντιλαμβάνεσαι πως δεν αξίζει να αφιερώνεις την ενέργειά σου και να ξοδεύεις το χρόνο σου σε τέτοιες καταστάσεις.

Έχεις πολλά περισσότερα για να ασχοληθείς, απ’ το να κοιτάζεις να βρεις ποιος και γιατί σου έκλεψε το στάτους. Οκ, δεν είναι ηθικά σωστό και δε θα έπρεπε να παρουσιάζει σαν δικό του κάτι που δεν ένιωσε, δε σκέφτηκε, δεν αποτύπωσε ο ίδιος, μα αυτό δεν είναι πρόβλημα δικό σου. Η συμπεριφορά του κι η υποκρισία του είναι δικό του πρόβλημα. Εσύ μέσα σου νιώθεις καλά κι ίσως και να καμαρώνεις και λιγάκι που κάποιος άλλος μπήκε στη διαδικασία να σε αντιγράψει, έστω κι εμμέσως σε παραδέχεται.

Δεν είναι αυτά τα σημαντικά στη ζωή μας, αυτά είναι χαζές πολυτέλειες, ζητήματα δευτερεύοντα για να τα παίρνουμε στον χαβαλέ. Να έχεις το νου σου να γίνεσαι κάθε μέρα καλύτερος, καλύτερος για ‘σένα, να μένεις μακριά από συμπεριφορές που δε σ’ εκφράζουν. Να έχεις το θάρρος της δικής σου γνώμης κι άποψης, να μπορείς να αναλύεις καταστάσεις όπως εσύ νομίζεις καλύτερα, να μη γυρίζουν μόνο κεφάλια στο πέρασμά σου επειδή φοράς την τελευταία λέξη της μόδας, μα να φροντίζεις να γυρνούν μυαλά έκπληκτα απ’ το χαρακτήρα και την προσωπικότητά σου. Εκεί θα φανεί η μαγκιά σου!

Κλείνεις, λοιπόν, το κινητό σου, επιστρέφεις στην πραγματική ζωή και χαμογελάς αληθινά.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη