Ξημερώματα Σαββάτου κι όλα μοιάζουν τόσο σοκαριστικά προβλέψιμα. Βγαίνεις να πιεις για να ξεχάσεις και να ξεχαστείς. Άλλωστε, δεν είσαι ο μόνος! Λίγο πιο πέρα ένα ζευγάρι μαλώνει, ένας απ’ τους δύο μένει πίσω να κατεβάζει σφηνάκια και κάποιος άλλος σόλο απ’ την αρχή αδειάζει ποτήρια, μπας κι αδειάσει τίποτα από μέσα του.

Ο μπάρμαν πλησιάζει για να παραγγείλεις. «Έχω ακούσει ιστορίες για έρωτες, για χωρισμούς, για παλιές αγάπες, όλες όμοιες κι όλες διαφορετικές» σου λέει ο μπάρμαν που σε εξυπηρετεί και σου κλείνει το μάτι, σαν να σε προκαλεί να του μιλήσεις για τα δικά σου.

Ένας μπάρμαν (ή αντίστοιχα μια μπαργούμαν) έχει συνήθως έναν ευχάριστο χαρακτήρα, είναι ιδιαίτερα γοητευτικός και ταυτόχρονα κοινωνικός, ενώ πάντα έχει ιστορίες να μοιραστεί με όποιον είναι διατεθειμένος φυσικά να τις ακούσει. Πρόθυμος, όμως, πρώτα να ακούσει τις δικές σου όσο γεμίζει το ποτήρι σου, κι αν χρειαστεί να σε κεράσει και κάνα σφηνάκι. Ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή, αφού η εμπειρία του του έχει μάθει να διαβάζει σωστά τους ανθρώπους που έχει απέναντί του και να τους ξεκλειδώνει.

Είναι σημαντικός αυτός ο άτυπος σεβασμός που αναπτύσσεται μεταξύ πελατών και μπάρμαν. Αυτός ο εξομολογητικός χαρακτήρας της επαφής σας, που κάνει αυτόν τον άνθρωπο της νύχτας να εξελίσσεται σε ένα πρόσωπο οικείο για σένα, που ίσως αργότερα να γίνει ένας καλός φίλος. Εκεί για να σε βοηθήσει τόσο ψυχολογικά, όσο και σωματικά, αποτρέποντάς σε από ‘κείνους τους καβγάδες και τις εντάσεις που προκαλεί απ’ το πουθενά το αλκοόλ.

Λένε όλοι πως οι μπάρμεν είναι σαν τους κομμωτές κατά κάποιον τρόπο. Γνωστοί κι οι δύο για τις ιστορίες που γνωρίζουν για κάθε πελάτη τους. Κι οι δύο μας χαλαρώνουν, αλλά ο μπάρμαν έχει κι άλλους άσσους στο μανίκι του. Βλέπεις, ο τόπος κι ο χρόνος είναι τέτοιος που προκαλεί εξομολογήσεις, τη νύχτα όλα είναι διαφορετικά. Ανοίγεσαι πιο εύκολα, πόσο μάλλον σε κάποιον άγνωστο, αφού ξέρεις πως δεν έχεις να ντραπείς για κάτι και πως τα μυστικά σου είναι ασφαλή μαζί του. Έτσι το ποτό μιλάει κι η γλώσσα πάει ροδάνι.

Πόσες ιστορίες έχουν ακούσει κι ακούν καθημερινά, όμως κανέναν δεν προδίδουν. Μπορεί καμιά φορά να αφηγούνται την ιστορία σου σε κάποιον άλλον για παρηγοριά ή παρότρυνση, αλλά ποτέ δεν αποκαλύπτουν λεπτομέρειες της ταυτότητάς σου. Έτσι, ο εχέμυθος μπάρμαν είναι κάτι σαν τον τσάμπα ψυχολόγο μας, αφού εκτός απ’ το ότι μας ακούει με προσοχή, πολλές είναι οι φορές που δίνει συμβουλές που βοηθάνε πραγματικά.

Άλλες φορές γίνεται κι ο φύλακάς μας. Καθώς δε θα μας αφήσει να διακινδυνέψουμε, αν δει πως δεν είμαστε καλά. Θα μας καλέσει ταξί αν μοιάζουμε αρκετά μεθυσμένοι για να οδηγήσουμε και θα μας πάρει τα κλειδιά για ασφάλεια, αν χρειαστεί. Αν μας γνωρίζει κάπως καλύτερα, μπορεί να μας επιστρέψει ο ίδιος σπίτι.

Ίσως και λόγω αυτής της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης που μας εμπνέουν να τους ερωτευόμαστε συχνά. Όλοι μας έχουμε τσιμπηθεί έστω και μία φορά στη ζωή μας μ’ έναν άνθρωπο πίσω απ’ το μπαρ. Ειδικά σε μικρότερες ηλικίες, που ήμασταν ακόμη πιο ευάλωτοι. Πολλές ήταν κι οι φορές που κάναμε στέκι μας ένα μαγαζί για αυτόν τον λόγο. Ελπίζοντας σε μια ανταλλαγή συζήτησης, σ’ ένα κερασμένο βλέμμα ή ένα σφηνάκι. Κι αν δε μας έβγαζαν κάτι ερωτικό, λαχταρούσαμε μια συμβουλή, δύο αφτιά και μια κατανόηση, που εκείνοι μας σέρβιραν.

Για όλα αυτά και τόσα άλλα έχουμε επιλέξει τον δικό μας υπερήρωα κι αυτός δεν είναι άλλος απ’ τον μπάρμαν.

Συντάκτης: Ελευθερία Γκαραβέλα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη