Δεν είσαι εδώ. Δε θέλεις να ‘σαι εδώ. Δε θέλεις να έχεις μόνο αυτόν. Θέλεις να ‘ναι ένας ακόμα που ασχολείται μαζί σου. Δεν είσαι σίγουρος, δεν ξυπνάς με τη σκέψη του. Κάποια στιγμή, κάπου μέσα στη μέρα θυμάσαι ότι υπάρχει. Σε ενδιαφέρει που σε σκέφτεται, δε θέλεις να σκέφτεται άλλους και κάνεις ό,τι μπορείς για να μην απομακρυνθεί. Σε ενοχλεί όταν αναφέρει το όνομα τρίτων, δείχνεις τον εκνευρισμό σου δίχως να υπάρχει πραγματική αιτία, προκαλείς τσακωμούς και κρατάς έναν άνθρωπο (που δεν πρέπει να σημαίνει και πολλά για σένα) παίζοντας με το μυαλό του.

Αυτός επηρεάζεται. Δεν ξέρει πώς να διαχειρίζεται σωστά μια τέτοια κατάσταση, μπερδεύεται συνεχώς και ψάχνει τρόπους για να απομακρυνθεί, γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο απλό να συμβεί. Μοιάζει με παιχνίδι που κερδίζεις εύκολα κι αυτός χάνει με κατεβασμένα τα χέρια. Έχει φτάσει σε σημείο να μην μπορεί να αποφασίσει αν πρέπει να ασχοληθεί μαζί σου. Αν πρέπει να δίνει καθημερινά σημασία σε κάθε κουβέντα σου κι αν πρέπει να σε παίρνει πλέον στα σοβαρά.

Το κλίμα που έχει δημιουργηθεί μεταξύ σας οφείλεται αποκλειστικά στην αναποφασιστικότητά σου. Δε γνωρίζεις αν τον θες δίπλα σου κι επιλέγεις συνειδητά να τον διατηρείς ζεστό, μέχρι να καταλήξεις κάπου. Η τακτική σου κι ο τρόπος που θα κινηθείς για να πετύχεις το σκοπό σου είναι εξαρχής καθορισμένοι. Ένα μήνυμα όταν βλέπεις ότι το ενδιαφέρον του αρχίζει να ξεθωριάζει, ένα τηλέφωνο όταν κρίνεις εσύ πως τώρα είναι απαραίτητο, μια απρόσμενη επίσκεψη χωρίς ουσιαστική αιτία όταν αποφεύγει κάθε συνάντησή σας και λίγη γκρίνια για να δείξεις ότι δε σου είναι αδιάφορος, απαρτίζουν το πλάνο σου.

Ξέρεις ότι προκαλείς, γνωρίζεις ότι με τον τρόπο σου δίνεις ελπίδες, αλλά δε σε αφορά. Δεν είναι κακό για εσένα να σε θέλει, ούτε να νιώθει πως του ‘χεις γίνει απαραίτητος. Αυτό άλλωστε επιζητάς. Να τον κάνεις να σε χρειάζεται, δίχως όμως εσύ να αισθάνεσαι το ίδιο. Δεν έχει σημασία αν η συμπεριφορά σου δεν εξηγείται με βάση τη λογική, αν η νύχτα αδυνατεί να κατανοήσει τη σκέψη σου ή αν το ποτό στην περίπτωσή σου δεν παρηγορεί τίποτα.

Στο μυαλό σου εσύ έχεις τον έλεγχο, δεν έχεις λόγο να προβείς σε βεβιασμένες κινήσεις κι επιτρέπεις στο χρόνο να καθορίσει την έκβαση μιας αναμέτρησης, που στην πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει με παιχνίδι. Είναι γνωστό πως με το συναίσθημα δεν ενδείκνυται να παίζεις. Πώς όμως καταφέρνεις να νικάς σε έναν αγώνα που παίζεις μόνος σου;

Η κατάληξη της υπόθεσης φαντάζει αβέβαιη. Εσύ καθυστερείς ιδιαίτερα να υιοθετήσεις μια άποψη για κάτι αρκετά απλό, εκείνος δεν προχωράει γιατί περιμένει εσένα και το κοινό που ταυτίζεται με τους θεατές ενός παιχνιδιού ξεκινάει να αποχωρεί. Αρχίζει κι αντιλαμβάνεται πως ο αγώνας είναι στημένος και πως θα ολοκληρωθεί μόλις αποφασίσει να δώσει ένα τέλος. Δεν το θες αυτό όμως. Έρχεται σε κόντρα με το τεράστιο εγώ σου που δε δέχεται την απόρριψη κι επιλέγεις να τον οδηγήσεις στην τρέλα, επειδή κάποτε είχε το θάρρος να ασχοληθεί μαζί σου. Ποιος, όμως, δεν κάνει λάθη;

Έρχεσαι και φεύγεις. Δε μένεις μαζί του, αλλά έχεις την απαίτηση αυτός να μείνει. Να αναμένει την έκβαση της υπόθεσης κι εν τέλει να πληγωθεί, γιατί το φινάλε δε θα ‘χει happy end. Έρχεσαι και φεύγεις συνεχώς. Πρέπει να αποφασίσεις. Καλύτερα, όμως, μη διαλέξεις αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν για σένα δεύτερος. Δε θα γίνει πρώτος.  Ο χρόνος έχει την τάση να σε κάνει να ξεχνάς, δε συνηθίζει όμως να αλλάζει προτεραιότητες.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μανάκος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη