Οι άνθρωποι σε όλη τους τη ζωή ψάχνουν να βρουν το ιδανικό τους μέσα σε παρέες, φιλίες, συζητήσεις μεταξύ αγνώστων, σχέσεις κι έρωτες. Δοκιμάζονται σε περιστασιακές δουλειές και δραστηριότητες που γεμίζουν τις ώρες της μέρας τους, αναζητώντας κίνητρο κι ιδέες. Γνωρίζουν το καινούριο, δημιουργούν, νιώθουν, απορρίπτουν ή δέχονται και μέσα στο χρόνο συναντούν τον εαυτό τους.

Ο έρωτας για τον άνθρωπο είναι η γλυκιά προσμονή να ζήσει λίγο το όνειρο. Μα όταν του συμβεί, παγώνει και δύσκολα καταφέρνει να συνειδητοποιήσει πως κι άλλος νιώθει τον ίδιο έρωτα γι’ αυτόν. Κι αν οι σχέσεις είναι δύσκολες και περιπλοκές, τότε ο έρωτας για πολλούς είναι η στιγμή που βρίσκουν απόλυτα τον εαυτό τους και κάπως έτσι εγκαταλείπουν αυτή τη σχέση και τον παραλίγο άνθρωπό τους από αμφιβολίες, μην τυχόν χάσουν όσα προσωπικά κατέκτησαν ως τώρα στη ζωή τους, δίνοντας όλη τους την προσοχή πάνω σ’ ένα άλλο άτομο.

Το έντονο σκίρτημα, το να έρχονται σε επαφή με το θησαυρό των αισθημάτων που κρύβουν μέσα τους και να συνειδητοποιούν πως βρήκαν το πρόσωπο που θέλουν να ξοδέψουν πάνω του όση αγάπη κουβαλάνε, πολλές φορές τους τρομάζει και τους καθιστά δειλούς απέναντι στο πάθος τους.

Δε σπάνε τα δεσμά όλων των σχέσεων από διαφωνίες, τσακωμούς και προδοσία. Μερικά ενώνουν μεταξύ τους τους δυο κατάλληλους σε αψεγάδιαστα στημένες συγκυρίες που έχουν όλα τα φόντα να χτίσουν τις απαραίτητες βάσεις για να στυλωθούν τα τείχη που θα φιλοξενήσουν μέσα τους το δέσιμό τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όμως, ο ένας απ’ τους δυο σπάει τα δεσμά μη μπορώντας να τα αντέξει. Δεν είναι φόβος δέσμευσης αυτό, είναι η άρνηση του ανθρώπου να γίνει υποχείριο της καρδιάς.

Όχι γιατί δε νιώθει. Τουναντίον, το μυαλό του έχει διαχωριστεί σπάζοντας σε δυο κομμάτια. Με το μισό καταφέρνει να βγάλει εις πέρας τις υποχρεώσεις της καθημερινότητάς του, ενώ στο υπόλοιπο με κύρος τριγυρίζει το πρόσωπο που έχει ερωτευτεί. Κι όσο περνάει ο καιρός κι ο έρωτας δυναμώνει καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο. Κι αρχίζει και φοβάται πως χάνει τον εαυτό του. Αναρωτιέται τι του συμβαίνει, αναλύει καταστάσεις, ψάχνει αγωνιωδώς στα μάτια του άλλου να βρει ανταπόκριση, να δει μήπως κι εκείνου το μυαλό έχει καταληφθεί απ’ τη δίκη του παρουσία. Κι αν δεν ακούσει το «κι εγώ σ’ ερωτεύομαι», το «κι εγώ χάνω το μυαλό μου, μα το γεμίζω με σένα», φεύγει. Δεν έχει σημασία το αν ο άλλος συμμερίζεται τους φόβους του, αν νιώθει ή αν συμβαδίζουν τα αισθήματά τους στην κλίμακα της έντασης.

Μέσα σ’ αυτό το χείμαρρο που τον παρασέρνει, ψάχνει τρόπο να επιβεβαιώσει ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία, μα ακόμα κι αν είναι, ίσως ούτε τότε το δει ή ίσως και να μην αρκεί ούτε αυτό για να τον καθησυχάσει. Δε θα ρωτήσει ούτε θα εκμυστηρευτεί τι νιώθει, δύσκολα θα ζητήσει. Θα δίνουν κι οι δυο, μα στον έναν δε θα φτάνει. Θα είναι πρώτη φορά σίγουρος για το πώς νιώθει, ίσως διακρίνει την ανταπόκριση ως ένα σημείο, μα και πάλι θα φύγει. Γιατί θα τον έχει θολώσει ο φόβος στην ιδέα του χωρισμού, πριν καν προλάβει να επέλθει η ένωση.

Μερικές φορές ο έρωτας σε ξεπερνά και μόλις το μυαλό παραδώσει τα ηνία στην καρδιά, αυτής τρέχει ο λογισμός της καταστρώνοντας σχέδια για ερωτευμένους που το μυαλό του ανθρώπου αδυνατεί να ακολουθήσει. Ανάμεσα στα δυο, το παιχνίδι θα το κερδίσει το μυαλό όντας φοβισμένο. Θα πονέσει όταν φύγει, μα θα νιώθει πως δεν μπορεί και να μείνει. Με εξηγήσεις ή χωρίς, εγκαταλείπει, μετατρέποντας τα «θέλω» σε «πρέπει».

Είναι δύσκολο να το περιγράψεις ως γεγονός, πόσο μάλλον να το διαχειριστείς όταν το ζεις. Ίσως όλη αυτή η κατάσταση χωράει να εξηγηθεί σ’ εκείνη τη φράση του Χορχέ Μπουκάι π’ το βιβλίο του με τίτλο «Ο δρόμος της συνάντησης»: «Μας στηρίζω με όλη μου την καρδιά. Αν, όμως, με πιέσεις να διαλέξω ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα, διαλέγω εμένα». Κι όμως, δεν τον πιέζει κανείς να διαλέξει, παρά μόνο ο ίδιος. Τον έχει κυριεύσει ο αρνητισμός θέτοντας διλήμματα που έχουν ως επακόλουθο αυθαίρετα συμπεράσματα.

Είναι τόσο φωτεινό αυτό που ζει, που η έμφυτη καχυποψία των ανθρώπων τον πείθει πως από πίσω κρύβεται βαθύ σκοτάδι, κι αν βυθιστεί εκεί θα χάσει τον εαυτό του. Πως αν μια μέρα τελειώσει αυτός ο έρωτας, δε θα έχει πια σκοπό. Θα γίνει αδρανής, θα καταντήσει πληγωμένος επειδή δεν προστατεύτηκε όταν έπρεπε. Τρομάζει στη σκέψη πως αν τον χωρίσει κάποια στιγμή ο άλλος δε θα έχει πια τον έλεγχο του μυαλού του,  θα χάσει τη δουλειά του, τους στόχους του και τελικά ένα κομμάτι απ’ την ίδια του τη ζωή.

Ίσως θα ήταν καλύτερα σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω να σκεφτούμε για μια στιγμή τη φράση της Martha Medeiros, στο ποίημα «Αργοπεθαίνει», όπου υπογραμμίζει στοχευμένα πως μέσα στους πολλούς μικρούς θανάτους που βιώνει ζωντανός ο άνθρωπος «αργοπεθαίνει κι όταν δε διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα… όποιος αποφεύγει ένα πάθος… αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του».

Ναι, ο έρωτας όταν χωρίσουν οι δυο θα πονέσει, ίσως βυθιστείς και σε εκείνο το σκοτάδι, πιθανότατα να χάσεις και για λίγο τον εαυτό σου. Όμως, πριν απ’ όλα αυτά θα έχεις προλάβει να ζήσεις, να δεθείς, να πάρεις, να δώσεις και θα έχεις γνωρίσει τον εαυτό σου καλύτερα απ’ ό,τι τον ήξερες πριν. Γιατί αυτό κάνει ο έρωτας∙ σε εκπλήσσει κάθε μέρα. Σου παραθέτει με αποδείξεις πως έχεις πολλά κομμάτια μέσα σου κλειδωμένα κι έρωτας έχει τα κλειδιά να στα ανοίξει. Επομένως, κι αν τον χάσεις τον εαυτό σου, θα τον ξαναβρείς, γιατί θα ξέρεις πλέον πού να τον ψάξεις.

Υ.Γ: Μόνο αν εξηγήσεις στον εαυτό σου ότι ο ίδιος ο έρωτας είναι μυστήριο δώρο, που πρέπει να το μετράς για όνειρο, θα καταφέρεις να εκπληρώσεις κι όλα τα άλλα όνειρά σου μέσω αυτού. Ο έρωτας είναι ένας άνθρωπος που σε βοηθάει να μάθεις ποιος είσαι.

Συντάκτης: Βαλεντίνα-Δέσποινα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη