Η συγχώρεση. Ένα θέμα που εμφανίζεται διαρκώς μπροστά μας. Μας προ(σ)καλεί ν’ανοίξουμε τα μάτια και να φανερώσουμε την αναγκαιότητα να διατηρήσουμε ή να κλείσουμε ανοιχτά κεφάλαια. Σίγουρα, δε συνιστά μια εύκολη διαδικασία. Η αποδοχή των αναμνήσεων που μας έχουν πληγώσει φέρνει στην επιφάνεια ό,τι έχουμε θάψει βαθιά μέσα μας. Φοβόμαστε ότι η συγχώρεση έχει την ικανότητα να προκαλέσει δεύτερες σκέψεις και να μας κρατήσει εγκλωβισμένους, αν δεν αποφασίσουμε ν’αφήσουμε πίσω τα συναισθηματικά φορτία που μας επιβαρύνουν.

Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές κρατάμε δεσμούς απο φόβο ή συνήθεια. Η ιδέα ότι πρέπει να «διορθώσουμε» τα πάντα και να επιστρέψουμε σε ό,τι βρίσκεται πίσω μας το πιθανότερο είναι να μας καταβάλει. Η επιμονή στη διατήρησή τους καταλήγει σε αδιέξοδο. Αντί να θεραπεύει, διογκώνει τις ανασφάλειες και κουράζει την καθημερινότητα. Η παρουσία ορισμένων ανθρώπων μετατρέπεται σε καταιγίδα ατέρμονων σκέψεων κι αμφιβολιών.

Η αποδοχή της αποδέσμευσης απ’αυτές σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε λάθη -τα δικά μας και των άλλων- κι αποφασίζουμε ν’απελευθερωθούμε. Δεν είναι πια απαραίτητο να επιστρέψουμε σ’εκείνο το σημείο του χρόνου, γιατί δεν υπάρχει τίποτα που δύναται να μας προσφέρει. Τιμάμε την κοινή πορεία με μερικά άτομα, χωρίς να τα κουβαλάμε μέσα στο σήμερα. Κρατάμε τον σεβασμό για όσα υπήρξαν, χωρίς να επιτρέπουμε στα τραύματα να εξακολουθούν να μας διαφεντεύουν.

Εξού κι η ανάγκη για όρια. Όσο επίπονο κι αν φαίνεται να πούμε το «ως εδώ», η πολυπόθητη απελευθέρωση συνδέεται στενά με την αναγνώριση των ορίων μας και την προστασία του πιο πολυτίμου ψυχισμού μας. Η ανακούφιση πλησιάζει όταν θέτουμε ένα προσωπικό πλαίσιο και δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να το παραβιάσει. Η συγχώρεση, δίχως τη συνειδητή αποστασιοποίηση μοιάζει μ’ένα φθαρμένο σύνθημα σ’έναν τοίχο που ενώ έχει κάτι σπουδαίο να δηλώσει δε γίνεται να διαβαστεί. Χρειάζεται τόλμη, ώστε να σταθούμε απέναντι στις πληγές και να τις κοιτάξουμε χωρίς προσχήματα.

Μια απόφαση δρόμος, είναι να επιτρέψουμε στη λύπη να ριζώσει στον νου μας. Δεν αρκεί ν’απαλύνουμε τις μνήμες. Επιβάλλεται να επανατοποθετήσουμε τον εαυτό μας σε μια καινούργια συνθήκη. Όπου η σοφία προηγείται της συνήθειας κι η διαύγεια παραμερίζει την ψευδαίσθηση της αναβίωσης. Απ’ τη στιγμή που τη δημιουργούμε και την εκθέτουμε, δηλώνουμε την απόφασή μας να ευχαριστήσουμε το παρελθόν για ό,τι έδωσε και να μην το κουβαλάμε πια μαζί μας.

Το συγκεκριμένο «κουβάλημα» όμως, η μνήμη που μας ακολουθεί παντού δεν επιτρέπει να διαγραφεί απόλυτα. Κρατάει σημαντικά κομμάτια του, για να μας διδάξει. Το παρελθόν δεν πρέπει να μας καθοδηγεί με σκληρότητα. Αν το δούμε με το κατάλληλο πρίσμα θα καταφέρει να γίνει το πιο ισχυρό εργαλείο της  αυτογνωσίας μας. Όταν αποδεχόμαστε τις εμπειρίες μας και τις αντιμετωπίζουμε ως το εφαλτήριο των δικών μας αναγεννήσεων, τότε η μνήμη γίνεται σύμμαχος. Μας δίδεται η αφορμή να τη χρησιμοποιήσουμε, για να δούμε τα λάθη μας ως διδάγματα που μπορούν να διορθωθούν στις επόμενες κινήσεις μας.

Αναγνωρίζοντας την επιθυμία για συγχώρεση, το συμπέρασμα είναι ότι ορισμένοι δεσμοί αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία, ενώ άλλοι μόνο την ευχή μας. Η διάκριση για το τι έχει νόημα να διατηρηθεί δεν προκύπτει από επιπολαιότητα. Πηγάζει απ’την ωριμότητα ν’αποδεχτούμε την πραγματικότητα. Δε μισούμε αυτούς που επιλέγουμε να κρατήσουμε μακριά. Δηλώνουμε πως δεν επιτρέπουμε να γίνουν εμπόδιο στη συνέχεια των εμπειριών μας. Δεύτερες ευκαιρίες δίνονται σε όσους έχουν πρώτα αλλάξει. Κι η αλλαγή δεν κρίνεται μόνο στα λόγια. Κρίνεται και στις σωστές συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται σε βάθος χρόνου.

Η συγχώρεση ξεκλειδώνει νέους δρόμους για την προσωπική ηρεμία. Έχουμε μάθει τι πρέπει ν’απορρίπτουμε και τι να τονίζουμε στις μελλοντικές μας συναναστροφές. Πορευόμαστε μ’ εκτίμηση για ό,τι διδαχθήκαμε κι ευγνωμοσύνη του ποιοι είμαστε. Υποστηρίζουμε την πράξη της αποδέσμευσης απ’ ό,τι μας κρατάει αδύναμους και στηρίζουμε την αποδοχή του παρόντος με διάθεση κι όραμα για το μέλλον. Η συγχώρεση είναι, τελικά, ο τρόπος να προχωράμε. Όχι όμως πάντα μαζί.

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης