Είναι κάποιες στιγμές που με πιάνει ένα παράπονο. Στον ωμό, χωρίς αναστολές εικοστό πρώτο αιώνα που ζούμε, κάτι λείπει. Ασχολούμαστε με χίλια δυο άλλα προβλήματα καθημερινά και κανένας δεν έχει καταλάβει πως μας λείπει και μια δόση ρομαντισμού μέσα στην ρουτίνα μας. 

Έπιασα στα πράσα, τον εαυτό μου να βλέπει ρομάντζα του προηγούμενου αιώνα και να ερωτεύεται ιδέες. 

Παραδέχθηκα, πως θα ήθελα να γυρίσω τον χρόνο για λίγο πίσω.

Να ζήσω και να ερωτευτώ σε μια εποχή που ο έρωτας δεν ήταν φαινόμενο εβδομαδιαίο, για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε και να συζητάμε με τους φίλους μας. Ο έρωτας τότε, ήταν ιδέα και προϊόν πολυτελείας. Μέσα στην μάστιγα των προξενιών που σκότωσε τον ρομαντισμό, οι άνθρωποι γνωρίζονταν σε ένα οικογενειακό τραπέζι και κάποιος άλλος, αποφάσιζε αν δυο εντελώς διαφορετικά άτομα θα παντρευτούν και θα πορευθούν μαζί όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Τρομαγμένοι νεαροί και άμαθες νεαρές οδηγούνταν στον γάμο, χωρίς να γνωρίζουν το παραμικρό ο ένας για τον άλλο. Κάπου, όμως μέσα σε όλο αυτόν τον καταναγκασμό γεννήθηκαν μεγάλοι έρωτες που άλλοτε εκπληρώθηκαν κι άλλοτε όχι. 

Έρωτες που σήμερα σπανίζουν και αν βρεθούν, είναι εντελώς τυχαίοι. 

Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι το σενάριο που θέλω να ζήσω. Δυο νέοι, μεσάνυχτα, το σκάνε από τα σπίτια τους για να ζήσουν τον έρωτά τους για μια έστω ώρα. Έχουν κάμποσο καιρό που ζουν με αυτή την προσμονή, να φθάσει το βράδυ ν’ ανταμωθούν. Συναντήθηκαν πρώτη φορά σε μια γιορτή του χωριού. Αυτή ντυμένη στα λευκά, μιας και ήταν ανύπαντρη. Ένα πανέμορφο φόρεμα και μαλλιά μαζεμένα να φαίνονται τα μεγάλα καστανά της μάτια. Δεν την είχε προσέξει τόσο καιρό. Πώς του είχε ξεφύγει τέτοια ομορφιά; Την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά που του έριξε και το χαμόγελο, αυτό το αθώο και γεμάτο γλύκα χαμόγελο, που του χάρισε.

Πάει τώρα την πάτησε και δεν γλιτώνει. Την παρατηρεί όλο το βράδυ και δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Θα πάει να της μιλήσει κι ας είναι μπροστά όλες οι φίλες της. 

Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους. Ακολούθησαν βράδια που έξω από το σπίτι της περίμενε μπας και βγει να της μιλήσει. Δεν καταλάβαινε ποτέ πως περνούσε έτσι η ώρα κι αργούσε στην δουλειά. Ήλπιζε τόσο πως θα την δει που δεν υπολόγιζε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα. Ζούσε για την στιγμή που θα της ξαναμιλούσε. Ένα βράδυ, λοιπόν, εκεί κοντά στις εννιά, βγήκε από το σπίτι. Ήταν όσο όμορφη την θυμόταν, με τα μαλλιά της κάτω αυτή την φορά να αγκαλιάζουν τους ώμους της. Εκείνο το βραδάκι της μίλησε για τον πόθο του. Είδε το βλέμμα της να κατεβαίνει από την ντροπή, όταν του είπε πως και αυτή νοιώθει το ίδιο πράγμα.

Κλείσανε το πρώτο τους ραντεβού, στις δώδεκα, όταν όλοι θα έχουν κοιμηθεί, έξω από την εκκλησία. 

Ένας μεγάλος έρωτας είχε γεννηθεί εκείνη της μέρα, πήρε σάρκα και οστά. Από τότε κι έκτοτε ανυπομονούσαν για να έρθει το βράδυ να βρουν ο ένας τον άλλο, να αγκαλιαστούν και να κάτσουν έτσι μέχρι την ώρα του αποχωρισμού. Πόσες φορές είχαν νευριάσει που δεν μπορούν να περπατήσουν ελεύθεροι μαζί. Ήταν αναγκασμένοι να ζουν στο σκοτάδι μέχρι να φθάσει σε ηλικία γάμου και αυτός να ζητήσει το χέρι της.  

Ξύπνησα. Το όνειρο τελείωσε και δεν ξέρω τι κατάληξη είχε. Μπορεί να παντρεύτηκαν, μπορεί και ο πατέρας να τον βρήκε λίγο για την κόρη του και να τον απέρριψε. Έζησαν, όμως κάποιες στιγμές που δύσκολα τις ζεις σήμερα.

Σε μια τόσο ωμή κοινωνία, χωρίς τα ταμπού του παρελθόντος που θέλει να αυτοαποκαλείται σύγχρονη και προοδευτική, ένα πράγμα λείπει, ο αγνός ρομαντισμός. Ο έρωτας σήμερα έχει μάθει να συμβιβάζεται. Προκειμένου να μην είσαι μόνος συχνά βρίσκεις κάτι μέτριο για να περνάς την ώρα σου. 

Μάθαμε να ερωτευόμαστε στήθη, οπίσθια και γεννητικά όργανα, σπανίως χαμόγελα.

Έχουμε χάσει την ουσία και ασχολούμαστε με τα ανούσια που την περιτριγυρίζουν.

 

Συντάκτης: Δανάη Νάκου