Γνωστή τάση-μάστιγα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει το λεγόμενο «Ghosting». H λογική του παραπάνω από γνωστή: Γνωρίζεσαι με πιθανό ταίρι κι εκεί που νομίζεις ότι θα καταλήξει σε παθιασμένο έρωτα κι αμοιβαία αγάπη, ξαφνικά μετατρέπεσαι σε ghostbuster, τη γνωστή ομάδα που κυνηγάει φαντάσματα. Τα μηνύματα σταματούν, αναπάντητες κλήσεις παντού -που λέει κι η Έλενα Παπαρίζου- κι εσύ ψάχνεις να βρεις τι πήγε λάθος. Μήπως ήταν πράκτορας μυστικής οργάνωσης κι έπρεπε να φύγει σε απόρρητη αποστολή; Μήπως υπάρχει άλλο πρόσωπο; Μήπως προσβλήθηκε; Μήπως συνέβη κάτι αναπάντεχο ή σοβαρό; Μήπως φταίνε τα φεγγάρια;

Οι πιθανότητες λένε πως απλώς δεν ψηνόταν και τόσο κι εννοείται δεν ενδιαφερόταν αρκετά ώστε να το εξηγήσει ή έστω να ενημερώσει, όπως θα ήταν και το φυσιολογικό. Και τώρα σε άφησε να αισθάνεσαι σαν να μην υπάρχεις. Καμία λέξη δεν περιγράφει επαρκώς την αίσθηση της απόρριψης. Τι να ακολουθεί άραγε;

Αυτοί οι νεόφερτοι όροι μας έχουν πάρει τα μυαλά, καταλαβαίνω. Χρειάζεται να έχει κάποιος τουλάχιστον proficiency για να τα κατανοήσει. Δεν μπορούμε όμως παρά να παραδεχτούμε ότι βάζοντας μια «ταμπέλα» μάς βοηθά να περιγράψουμε ακριβώς την κατάσταση που βιώνουμε. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι όμως το «ghosting» το ενοχλητικό της υπόθεσης- αυτό ίσως μπορούμε να το αποδεχτούμε. Είναι σεβαστό ως ένα σημείο, ότι μέχρι εκεί φτάνουν οι ικανότητες κάποιων ανθρώπων, μέχρι εκεί γνωρίζουν, μέχρι εκεί πράττουν.

Το κακό ωστόσο φαίνεται να έχει προχωρήσει και μπαίνουμε αισίως -ή κι οχι- στην εποχή του «Zombieing». Και τι είναι αυτό, πάλι, θα μου πείτε. Και δίκιο θα έχετε. Όπως όλοι γνωρίζουμε, τα zombies είναι οι αποθανόντες που έχουν επιστρέψει στη ζωή, επιεικώς θα έλεγε κανείς «αλλαγμένοι». Έτσι λοιπόν και στον κόσμο του dating, είναι η στιγμή που το φάντασμά μας επιστρέφει. Το κλειδί εδώ είναι η απουσία, καθώς δεν έχουμε δει, μιλήσει ή ακούσει απολύτως τίποτα από το πρόσωπο του ενδιαφέροντός μας για κάποιο διάστημα κι ύστερα, μετά από 1 μήνα, 3 μήνες ή κι 6 μήνες απουσίας, ξαφνικά αργά τη νύχτα, ένα μήνυμα θα εμφανιστεί στην οθόνη του κινητού μας και με ένα απλό «τι κάνεις;» θα προσπαθήσει να εισέλθει ξανά στη ζωή μας, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτα, σα να μη συνέβη ποτέ κάτι.

Η ταχυπαλμία στα ύψη, το αίμα παγώνει, η ταραχή ξεκινά. Να απαντήσεις; Να το αγνοήσεις; Να πάρεις το κολλητάρι τηλέφωνο να σου δώσει τα φώτα του; Να τσιρίξεις; Οι επιλογές άπειρες. Κι αν απαντήσεις τι να πεις; Εξαφανίστηκε δίχως μια εξήγηση. Ναι, αλλά αν υπάρχει εξήγηση; Δε θα πρέπει να την ακούσεις; Κι εδώ θα σε σταματήσω. Ίσως υπάρχει εξήγηση, ίσως και όχι, αλλά από τη στιγμή που κάποιος άνθρωπος επιλέγει να εξέλθει από τη ζωή μας -ειδικά με τέτοιο τρόπο-, η πιο σοφή επιλογή είναι να μην του επιτραπεί ξανά η είσοδος. Έχουμε κι έναν αυτοσεβασμό, μια αξιοπρέπεια να διατηρήσουμε.

Είτε αυτό το πρόσωπο μάς ενθουσίασε πολύ, είτε αισθανθήκαμε παραπάνω πράγματα, σε καμία περίπτωση η εμφάνισή του δεν υποδηλώνει αλλαγή. Αλλάζει ο άνθρωπος; Σε κάποιες περιπτώσεις, εάν υπάρχει ισχυρή θέληση, ναι, αλλάζει, αλλά όχι από τη μια μέρα στην άλλη. Πριν από οποιαδήποτε απόφαση, καλό να είναι ν’ αναρωτηθούμε αν θα μπορούσαμε να βρεθούμε ξανά στην ίδια θέση και πως αυτό θα επηρέαζε την ψυχοσύνθεσή μας. Η αλήθεια είναι, ότι οι σχέσεις δεν είναι περίπλοκες, εμείς οι άνθρωποι τις κάνουμε. Αν ταιριάζουμε μ’ έναν άνθρωπο η γνωριμία θα κυλήσει ομαλά και θα φτάσει στον προορισμό της, το μετά κόπων και βασάνων, όμως, δυστυχώς δεν οδηγεί πουθενά. Μηδέν ανοχή σε πρόσωπα και καταστάσεις που δε μας προσφέρουν ψυχική γαλήνη κι ευχαρίστηση. Η ζωή, εξάλλου, είναι πολύ μικρή για δύσκολες γνωριμίες, μη απολαυστικό έρωτα και κακό καφέ. Ας μη τη σπαταλήσουμε κι όσοι έφυγαν, ας περνούν καλά. Όσοι, όμως, μένουν, ας περάσουν ακόμα καλύτερα, μαζί μας.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου