Τα απογεύματα της Δευτέρας με καταστρέφουν.

Θα μου πεις, όλος ο κόσμος τις χειμωνιάτικες Κυριακές μιζεριάζει, όχι τις Δευτέρες.

Ναι, έχω περάσει κι εγώ τη σκοτεινιά των Κυριακών.

Τα απογεύματα της Κυριακής είναι θλιμμένα και γκρίζα, καθώς συγκεντρώνουν εντός τους την κούραση και τα λάθη μιας εβδομάδας που πέρασε. Απολύτως λογικό.

Αντιθέτως, τα απογεύματα της Δευτέρας είναι πανικόβλητα, γεμάτα με τον παράλογο φόβο της επανεκκίνησης. Η θλίψη των Κυριακών, οι κρίσεις πανικού της Δευτέρας.

Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από εκείνο το υλικό που ταυτόχρονα τους κάνει να φοβούνται την αποτυχία και να απολαμβάνουν την ευτυχία, να νιώθουν άβολα στο σκοτάδι της νύχτας και να χαμογελούν στη χαραυγή της νέας ημέρας.

Οι άνθρωποι γουστάρουν να ελπίζουν ότι η καινούρια μέρα θα είναι ομορφότερη από την προηγούμενη. Ελπίδα. Όμορφη λέξη.

Η πόσιμη ελπίδα είναι κάτι ευθύ, ξεκάθαρο και διαυγές, σαν γυαλί που διαθλά το φως, σαν μέταλλο πυρωμένο.

Κι εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών καταντά αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι αυτό είναι που σε όλη μας τη ζωή, με τόσο κόπο αναζητούμε.

Υπάρχουν κι εκείνοι όμως που έχουν τερματίσει την ελπίδα, σαν πίστα παλιού videogame.

Κι όπως όλα τα παλιά videogames, η ελπίδα αφήνεται παρατημένη στο ψηλότερο ράφι, σκονισμένη στο στραβωμένο κουτί της, σαν παιχνίδι το οποίο ένα παιδί βαρέθηκε και δεν το παίζει άλλο.

Η ελπίδα είναι αρκετή για να γεμίσει με νόημα τη ζωή μα ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτή.

Όταν συμβαίνει αυτό, κάτι πρέπει να αντικαταστήσει την ελπίδα, κάτι πιο γκρίζο και σκοτεινό.

Ο φόβος, και το αδερφάκι του, ο πόνος.

Εκείνοι που ζουν χωρίς ελπίδα, εκείνοι που έχουν μάθει τον πόνο, ζουν μέσα στα σκοτάδια για χρόνια. 

Τριγυρίζουν αμίλητοι σε διαμερίσματα του πρώτου, με ένα πικάπ κολλημένο στο «what a wonderful world» να σπάει μια σιωπή που τους ράβει το στόμα.

Έχουν μπουκώσει από σκοτάδι, από καταστροφή, από καπνισμένα κι αλκοολικά βράδια, τόσο που η γαλήνη τούς κάνει να το βάζουν στα πόδια.

Τρομάζουν μπρος στην πιθανότητα να πάνε όλα καλά.

Κι όταν νιώσουν ότι η ευτυχία τους πνίγει, ότι τελικά μπορεί να υπάρχει ένας τρόπος να ζήσουν δίχως πόνο, πανικοβάλλονται σαν ψάρι έξω από το νερό και την κάνουν χωρίς εξηγήσεις και κλάματα.

Θα τους ονομάσεις αδύναμους, ευτυχισμένε…

Χωρίς ίχνος κακίας, θα σου πω ότι είναι πολύ πιο δυνατοί από σένα.

Έχουν αντέξει σε σκατά που δε φαντάζεσαι. Για την ακρίβεια, ζουν ακόμη μέσα τους.

Αντιστροφή εννοιών.

Ο πόνος ως τρόπος ζωής.

Η ευτυχία ως σπάνιο διαμάντι που θα βρεις ελάχιστες φορές αν είσαι τυχερός, και θα το κρατήσεις στα χέρια λίγες μόνο μικρές στιγμές, μετρημένες σε ανάσες βιαστικές.

Η αδυναμία ως παράξενη πηγή δύναμης.

Θα τους χαρακτηρίσεις σκληρούς, ευτυχισμένε…

Ξέρεις γιατί φεύγουν χωρίς λόγια;Επειδή ξέρουν πόσο πονάει ο πόνος και σε προστατεύουν, ευτυχισμένε.

Θα τους αποκαλέσεις άκαρδους, ευτυχισμένε, γιατί όντως έτσι μοιάζουν.

Οι άνθρωποι αυτοί ωστόσο έχουν ζήσει τόσους μεγάλους και μικρούς πόνους, έχουν στραπατσαριστεί σαν λαμαρίνες αυτοκινήτου σε δυστύχημα, που στο τέλος δεν τους κάνει πια τίποτα εντύπωση, ούτε η πιο αιφνίδια και τρομακτική καταστροφή.

Κι η φαινομενική τους συναισθηματική αποκοπή είναι απλώς το σκληρό εξωτερικό περίβλημα ενός εαυτού που εξέλιξαν έτσι ώστε να αντέξουν.

Βλέπεις, μέχρι να το νιώσεις στο πετσί σου, δεν έχεις ιδέα σε πόσα πράγματα συνηθίζει ο άνθρωπος τελικά.

Δε σε σνομπάρουμε, ευτυχισμένε, ούτε σε μισούμε, κι ας είναι ένα τραγούδι που λέει «η ευτυχία τζιέρι μου είναι την για τα ζώα».

Απλώς υπάρχουν στιγμές που είναι να απορεί κανείς γιατί γελούν κάποτε οι άνθρωποι, στιγμές που θα θέλαμε  να νιώσουμε για λίγο την αιώνια λιακάδα του πεντακάθαρου μυαλού σου, ευτυχισμένε.

Σε αγαπούμε, ευτυχισμένε. Σε αγαπούμε τόσο που προτιμούμε να ονομαστούμε άκαρδοι εμείς, αρκεί εσύ να μην πονέσεις. Σε αγαπούμε τόσο που θα σε κρατήσουμε μακριά από αυτόν με κάθε κόστος. Γιατί δεν τον αντέχεις τον πόνο, ευτυχισμένε.

Ίσως πιστεύεις ακόμη ότι χωρίς ελπίδα, μόνο με τον φόβο και τον πόνο δεν αντέχει για πολύ ο άνθρωπος.

Μα να που ζούμε τελικά! Παίρνουμε αγκαλιά τον πόνο μας και προχωράμε μαζί του. Γιατί όταν όλα τα φώτα σβήνουν, ξέρουμε ότι πιθανότατα όλα θα πάνε στραβά.

Κι είμαστε εντάξει με αυτό…

Συντάκτης: Βασίλης Γιαννούλης