H γονεϊκότητα είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι αυτογνωσίας και όσοι είναι γονείς αυτό μάλλον θα το γνωρίζουν πολύ καλά. Από τη στιγμή που αναλαμβάνεις αυτό το ρόλο, μπαίνεις σε μια διαδικασία να σκέφτεσαι για τρεις, τέσσερις ή και περισσότερους (αντί να σκέφτεσαι για δύο άτομα) και η καθημερινότητά σου αποκτά άλλες δραστηριότητες, άλλες ευθύνες, άλλες δυσκολίες, αλλά και σίγουρα μια άλλη μαγεία. Πράγματι, ένας γονιός γνωρίζοντας πολύ καλά τις αντιφάσεις της ζωής, είναι σε θέση να ξέρει πολύ καλά ότι τα παιδιά του μπορεί να είναι ταυτόχρονα γλυκά, τρυφερά πλασματάκια για να κάνεις μαζί τους ατελείωτα χάδια και παιχνίδια, μπορεί να είναι ένας από τους λόγους που ανυπομονείς να ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού σου το βράδυ μετά τη δουλεία, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να είναι και μικρά, δύσκολα «τερατάκια» που μπορούν να σε βγάλουν έξω από τα όριά σου πανεύκολα, με μία τους και μόνο κίνηση.

Είναι γεγονός ότι ένας ήρεμος γονιός, ο οποίος νιώθει υπεύθυνος για το παιδί του, ο οποίος ακούει και προσπαθεί να καταλάβει τι λέει το παιδί του, που προσπαθεί να δώσει τον καλύτερό του εαυτό -έστω κι όταν γίνονται λάθη-, που δε φοβάται να βάλει όρια, είναι αδιαμφισβήτητα ένας καλός γονιός. Είναι επίσης αυτός που, όπως του αρέσουν οι αγκαλιές και τα φιλιά των παιδιών του, έτσι υπομένει και αντιμετωπίζει και το θυμό τους και τα δάκρυά τους. Είναι αυτός που επιτρέπει στα παιδιά του να αναπτύξουν τις ικανότητές τους και τα ταλέντα τους, αυτά που διαθέτουν εκείνα και όχι αυτά που αυτός επιθυμεί ή ονειρευόταν στα νιάτα του. Είναι αυτός που πάντα φαίνεται και είναι διαθέσιμος για τα θέματα που απασχολούν τα παιδιά του, δείχνοντας έτσι έμπρακτα ότι τα παιδιά του είναι σημαντικά για αυτόν. Και βέβαια, είναι ανεκτίμητης αξίας, η άνευ όρων αποδοχή του παιδιού από το γονέα, εκτιμώντας και αναγνωρίζοντας αυτά που εκείνο κάνει και αισθάνεται και δείχνοντάς του ανά πάσα στιγμή τρυφερότητα και αγάπη.

Η «άνευ όρων αποδοχή» ή αλλιώς «απεριόριστη θετική αναγνώριση», όπως μας λέει ο Αμερικανός ψυχολόγος C. Rogers (1977), κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ανάπτυξη ενός παιδιού. Το παιδί χρειάζεται την αγάπη των γονέων, τη στοργή και την προστασία τους, τις πληροφορίες και τις γνώσεις που έχουν για τον κόσμο, αλλά πρωτίστως έχει ανάγκη να νιώθει ότι το σέβονται και το επιβραβεύουν οι γονείς του, χωρίς συγκεκριμένους όρους. Γιατί, δυστυχώς υπάρχει και η πιθανότητα οι γονείς να δείχνουν περισσότερη αγάπη και σεβασμό για το παιδί, μόνο εάν αυτό προσκολλάται σε κάποιες συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς και όχι σε άλλες. Είναι, που λες, οι λεγόμενοι «αξιολογικοί όροι», οι οποίοι συντελούν στο να νιώθει το παιδί άξιο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό έχει κάποιες συγκεκριμένες σκέψεις και συναισθήματα (φυσικά όχι διαφορετικά από αυτά που περιμένουν οι γονείς του).

Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι το βίωμα του να είναι γονιός είναι πολυσύνθετο. Και επειδή και η ίδια η ζωή είναι ολοένα και πιο πολυσύνθετη, αυτό έχει και ως αποτέλεσμα κάποιες φορές οι γονείς να τείνουν κι αυτοί να κάνουν κι αυτοί τα λάθη τους, να εξουθενώνονται σωματικά ή ψυχικά, να χάνουν την επιμονή τους ή την υπομονή τους ή να συμπεριφέρονται λίγο διαφορετικά στο ένα παιδί σε σχέση με το άλλο. Το τελευταίο, ωστόσο, -αν το καλοσκεφτούμε- συμβαίνει αρκετές φορές και σε αρκετές οικογένειες. Φταίει ίσως ο διαφορετικός χαρακτήρας του κάθε γονιού, φταίει η διαφορετική συμπεριφορά του κάθε παιδιού, φταίνε τα οιδιπόδεια συμπλέγματα που ίσως κουβαλάνε οι ίδιοι οι γονείς από την παιδική τους ηλικία, φταίει η σύγκλιση συμπεριφορών ή η ταύτιση που ίσως ένας γονιός κάνει με το ένα από τα δύο παιδιά του;

Οι ψυχολόγοι μας μιλούν για «ευνοιοκρατία», στην περίπτωση κατά την οποία ένας γονέας ξεχωρίζει πιο πολύ το ένα από τα δύο παιδιά του, δείχνει περισσότερη αγάπη στο ένα απ’ ό,τι στο άλλο ή κάνει τα χατίρια μόνο στο ένα. Επίσης, σύμφωνα με πολλές ακαδημαϊκές έρευνες, είναι πολύ πιθανόν οι γονείς να έχουν αδυναμία σε κάποιο παιδί τους, αλλά οι ίδιοι να μην το καταλαβαίνουν. Όπως και να ‘χει, σίγουρα μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί κάποια προβλήματα τόσο στη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών, όσο και στη μεταξύ σχέση των τελευταίων, είτε αυτά είναι από τη μεριά του παραμελημένου είτε του ευνοημένου παιδιού.

Έτσι, όσο κι αν οι γονείς πολλές φορές αρνούνται να παραδεχτούν ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει στη δική τους οικογένεια, είναι γεγονός ότι τα παιδιά που νιώθουν ότι δε λαμβάνουν την ευνοϊκή μεταχείριση και ως εκ τούτου, μπορεί να αναπτύξουν μία απαθή στάση, αλλά και να οδηγηθούν ακόμα και σε παραβατικές συμπεριφορές. Φαίνεται να είναι η προσπάθεια και η αγωνία τους να ξεφύγουν από τη δυσφορία που τους προκάλεσε η αίσθηση ότι η αγάπη των γονιών του δεν είναι τόσο αμερόληπτη, όσο πίστευαν και περίμεναν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αυτή η κατάσταση μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά τόσο την αυτοεκτίμησή τους, όσο και τη σχέση τους με τα αδέρφια τους, δεδομένου ότι ίσως αισθάνονται πίκρα και ζήλια απέναντί τους.

Από την άλλη μεριά, το πιο «ευνοημένο» παιδί συχνά μπορεί να αναπτύξει εγωιστική συμπεριφορά, σκεπτόμενο περισσότερο τον εαυτό του παρά τους άλλους. Πράγματι, κάποιες φορές αυτά τα παιδιά υιοθετούν μια στάση ζωής αργότερα στην κοινωνία, τέτοια που τους κάνει να νιώθουν πιο σημαντικοί από τους άλλους και ότι οι δικές τους ανάγκες προηγούνται όλων των υπολοίπων. Και βέβαια, το πιο πιθανό είναι ότι το παιδί αυτό θα βιώσει τεράστια απογοήτευση, όταν στον πραγματικό κόσμο κανείς δε θα του συμπεριφερθεί με την ίδια εύνοια.

Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι η ανατροφή ενός παιδιού είναι μία περιπετειώδης, συναρπαστική διαδικασία, η οποία θέλει τέχνη και τεχνική. Απαιτεί προσοχή και σωστούς χειρισμούς. Για κάποιους γονείς αυτό μπορεί να έρθει φυσικά και αβίαστα, όντας ψύχραιμοι, ετοιμοπόλεμοι, αντικειμενικοί και παρατηρητικοί απέναντι τόσο στα παιδιά τους, όσο και στον ίδιο τους τον εαυτό. Για κάποιους άλλους, θα βοηθούσε να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους, καθώς είναι πολύ σημαντικό να έχουν άμεση επίγνωση της συμπεριφοράς τους απέναντι στο κάθε παιδί. Για παράδειγμα, να ξέρουν αν δίνουν περισσότερες τιμωρίες στο ένα εκ των παιδιών ή επαινούν το ένα από τα δύο παιδιά περισσότερο. Μην ξεχνάμε ότι το κάθε παιδί είναι διαφορετικό και δεν υπάρχουν κανόνες στους οποίους πρέπει οπωσδήποτε να ανταποκρίνεται η ανάπτυξή του, τόσο η σωματική όσο και η συναισθηματική. Δε χρειάζεται να κάνουμε λοιπόν το λάθος και να τα συγκρίνουμε μεταξύ τους, μόνο και μόνο επειδή μεγαλώνουν στην ίδια οικογένεια και προέρχονται από τους ίδιους γονείς. Δε χρειάζεται να κάνουμε το λάθος και να έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις από το ένα για πράγματα που έχει κατακτήσει ήδη το άλλο. Το κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό ανάπτυξης και είναι μια ανεξάρτητη και μοναδική προσωπικότητα.

Ας τους δείξουμε, επομένως, τον τρόπο να συνυπάρχουν μέσα στην εστία της οικογένειας έμπρακτα, και ας αγαπήσουμε το καθένα για τη διαφορετικότητά του, όχι στα λόγια, αλλά στις καθημερινές μας πράξεις. Άλλωστε, όπως μας λένε και οι ψυχολόγοι, τα παιδιά δεν ανακουφίζονται, όταν τους λέμε ότι τα αγαπάμε «το ίδιο» με τα αδέλφια τους. Αντίθετα, ένα παιδί χρειάζεται να νιώσει αγάπη για τη μοναδικότητά του, αλλά και να αισθανθεί ότι ικανοποιούνται οι ιδιαίτερες προσωπικές τους ανάγκες.

 

 

 

 

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου