Σήμερα δε θα μιλήσουμε για άδεια δωμάτια, για ήσυχα σπίτια, για πλυντήρια που δε γεμίζουν. Σήμερα δε θα πούμε για το μεσημεριανό φαγητό που όσο λίγο και να μαγειρευτεί κάνει δυο μέρες να τελειώσει, αφού κανείς δεν είναι εκεί για να το καταναλώσει. Σήμερα δε θα πούμε για μοναξιά. Θα πούμε για τη στιγμή που συνειδητοποιεί κανείς ότι αυτό ήταν, η παιδική ηλικία των παιδιών, πουλί ήταν και πέταξε, χάθηκε και δε γυρίζει.

Κι εσύ πού ήσουν; Πέρασες, άραγε, τα χρόνια χαμένος ανάμεσα σε ωράρια, υποχρεώσεις, δραστηριότητες παιδιών και ρουτίνες ύπνου, φαγητού, μελέτης. Βιαστικά να αγκαλιάσεις, τρέχοντας να φιλήσεις, να προλάβεις να μαγειρέψεις, να μαζέψεις, να διαβάσεις, να κοιμίσεις. Και τώρα που ξύπνησες; Πρόλαβες, τελικά, να ζήσεις; Να ζήσεις μαζί τους; Να μοιραστείς, να γεμίσεις τις ψυχές τους στιγμές και το μυαλό σου γέλια παιδικά. Είναι φίλτρο μαγικό το παιδικό γέλιο, ξέρετε. Από εκείνα, μάλιστα, που όχι μόνο δεν αλλοιώνονται με τον χρόνο, αλλά και ξέρουν ποτέ να βγουν στην επιφάνεια και να ενεργοποιηθούν. Να σκορπίσουν τις μαγικές τους δυνάμεις και να διώξουν τη θλίψη.

Χαμογελάς. Θυμάσαι. Τότε που μαγειρεύατε μαζί και πετάχτηκε το αλεύρι και του έκανε μια μούρη άσπρη κι εκείνο ξεκαρδίστηκε. Τότε που βρήκατε εκείνο το γατάκι με το τραυματισμένο μάτι και το φροντίσατε, το πήγατε κτηνίατρο και του βάζατε κολλύριο μέχρι να τελειώσει αγωγή. Εκείνον τον αγώνα που πήρε το μετάλλιο, εκείνο το διαγώνισμα που δεν ήθελε να πάει να δώσει αλλά πήγε με την προτροπή σου και στα αποτελέσματα είδατε ότι διέπρεψε. Απογοητεύσεις, ενθουσιασμούς, βόλτες, διαφωνίες. Θυμάσαι. Τελικά έχεις στιγμές. Μα έχεις κι άδεια δωμάτια, κρύο σπίτι και μια καρδιά που πονά από μοναξιά.

Μα, φυσικά, καμαρώνεις τη νέα τους ζωή. Τι σχέση έχει αυτό; Που δεν μπορείς να τα έχεις κάθε μέρα μες στα πόδια σου, αυτό είναι που ενοχλεί. Που δεν έχεις να φροντίζεις. Έτσι ξαφνικά, τόσα χρόνια μετά. Και δεν ξέρεις τι να κάνεις με τον χρόνο σου. Πάνε χρόνια από τότε που είχες πάλι ελεύθερο χρόνο. Αλήθεια, τόσος καιρός. Δε θυμάσαι καν μια ζωή! Όπως και να έχει οι συνθήκες έχουν πια διαμορφωθεί και το θέμα είναι τι γίνεται τώρα. Από εδώ και πέρα. Φλερτάροντας με το σύνδρομο της άδειας φωλιάς (empty nest syndrome, ENS) και προσπαθώντας να το διαχειριστείς.

Μα περί τίνος, ακριβώς, πρόκειται; Τι είναι αυτό το ENS που απασχολεί ερευνητές, βιβλιογραφία, αλλά και σεναριογράφους που σπεύδουν να μας γεμίσουν με ταινίες που το προσεγγίζουν πολύπλευρα. Και οι οπτικές μπορεί να είναι πράγματι πολλές. Κατάθλιψη, κρίση ταυτότητας, ζευγάρι σε κρίση, ακόμα κι αλκοολισμός ή απόσυρση φαίνονται όλα να αποτελούν πιθανά σενάρια για κάποιον με ENS.

Το ENS, εξ ορισμού, είναι μια κατάσταση που αφορά κατ’ αποκλειστικότητα γονείς των οποίων τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι για να μείνουν αλλού, να σπουδάσουν, να εργαστούν, να ζήσουν. Εκ των συνθηκών λοιπόν, πρόκειται για γονείς που βρίσκονται, παράλληλα, σχεδόν στη δική τους μέση ηλικία. Κι αυτό, κατά κάποιος ερευνητές, μπορεί να επιδρά στον τρόπο που βιώνουν τις καταστάσεις και την αλλαγή. Είναι το timing που μπορεί να φέρει να συνυπάρξουν μια κρίση μέσης ηλικίας με μια νέα συνθήκη ενός σπιτιού που είναι πια άδειο από παιδιά. Αφορά το σύνδρομο αυτό, στο συναίσθημα της μοναξιάς και της θλίψης που προκαλείται μετά την απομάκρυνση του παιδιού από το σπίτι.

Δε συνοδεύεται από συγκεκριμένη κλινική εικόνα, είναι διάγνωση συναισθηματική και ψυχολογική, μάλλον, παρά κλινική. Ωστόσο, η εικόνα, η συμπεριφορά εκείνων που πάσχουν έχει κάποια κοινά στοιχεία. Η θλίψη, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ένα από τα βασικά, με το εύρος της, όμως, να ποικίλει από δυσθυμία ως διαγνωσμένη κατάθλιψη. Αλλά και το αίσθημα μοναξιάς, η απουσία κάποιου που χρειάζεται τη φροντίδα και την προσοχή είναι για τους γονείς που τόσο χρόνια είχαν ρόλο φροντιστή, γερό πλήγμα. Η αλλαγή της ρουτίνας αποτελεί, επίσης, παράγοντα αποσταθεροποίησης, ενώ η μείωση των υποχρεώσεων είναι τουλάχιστον αιφνιδιαστική, αν όχι δυσάρεστη. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν νέες ανησυχίες, καθώς με τα παιδιά εκτός σπιτιού η αγωνία για το πού βρίσκονται και πώς περνούν μπορεί να εκτοξευτεί γεμίζοντας και με άγχος την, ούτως ή άλλως εύθραυστη, ισορροπία του γονιού. Πολλοί παράγοντες τον βάλλουν από παντού και σίγουρα δε βοηθούν την ψυχολογία του. Πολύ περισσότερο αν προστεθεί σε αυτούς και η αναμενόμενη νοσταλγία, αυτό το «μου λείπει» κάθε φορά που σκέφτεται κανείς το παιδί του. Συναίσθημα αυθόρμητο και καθόλα αποδεκτό, το οποίο, όμως, όταν αθροίζεται με τις υπόλοιπες συνθήκες απλά κάνει το βουνό που βλέπει κανείς μπροστά του, ακόμα μεγαλύτερο.

Κι όμως, τα πράγματα μπορούν να μην είναι και τόσο σκούρα. Για την ακρίβεια, πρόσφατες μελέτες, όπως της Barbara Mitchell, εξειδικευμένης στη μελέτη συναισθηματικών διαταραχών και διαταραχών συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου της Columbia, υποστηρίζουν ότι δεν είναι σίγουρο ότι όλοι οι γονείς θα πάθουν ENS. Αυτό φαίνεται να εξαρτάται από πολλές παραμέτρους ανάμεσα στις οποίες είναι και το αν εργάζονται ή όχι, η ηλικία τους, η κοινωνικό- οικονομική τους κατάσταση κ.λπ.. Αυτό που δείχνει να παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο, ωστόσο, είναι η ίδια η σχέση των δύο γονέων μεταξύ τους.

Κι εδώ φαίνεται να βρίσκει έδαφος και βάση μια άλλη οπτική στην αντιμετώπιση του ENS που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια τόσο από τους ερευνητές όσο και από θεραπευτές που ασχολούνται με άτομα που πάσχουν. Είναι η αντιμετώπιση της φυγής του παιδιού από το σπίτι ως μια δεύτερη ευκαιρία. Κι είναι αυτή η ευκαιρία πολυεπίπεδη. Καταρχάς, και ξεκινώντας κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό, ο περιορισμός των ευθυνών προσφέρει τη δυνατότητα μιας ανασυγκρότησης. Έχει ο γονιός τώρα την ευκαιρία να ξεκουραστεί, να ασχοληθεί με ένα χόμπι, να συναντήσει φίλους ή απλώς να χαλαρώσει στο σπίτι με ηρεμία.

Δε χρειάζεται να γίνουν όλα και ταυτόχρονα. Το άγχος είναι πάντα κακός σύμβουλος. Αλλά ένα βήμα τη φορά μπορεί να είναι αρκετό για να γίνει η αλλαγή και να εγκατασταθεί μια νέα ρουτίνα πιο συμβατή με τη νέα κατάσταση. Η σχέση μεταξύ των συντρόφων είναι, επίσης, τομέας που επηρεάζεται άμεσα και του δίνεται η δυνατότητα να ωφεληθεί από την αλλαγή. Χρόνος ο ένας για τον άλλο έχουν πια περισσότερο, αυτό που προαπαιτείται είναι η διάθεση. Και μπορεί να μην είναι πάντα εύκολο, ειδικά σε θέματα και τεχνικές που έχουν μείνει στο συρτάρι σκονισμένες για χρόνια, όμως η καλή πρόθεση, η αλληλοκατανόηση και η έλλειψη πίεσης, μπορεί να αποτελέσουν κλειδιά για την επιτυχία.

Τέλος, η σχέση γονέων- παιδιών, έχει και αυτή κάτι να διεκδικήσει από την αλλαγή. Όπως σε κάθε περίπτωση μιας σχέσης που τη βλέπει κανείς από λίγο πιο έξω και άρα λίγο πιο ψύχραιμα αλλά κι αντικειμενικά, είναι τώρα καλή στιγμή να εντοπίσει πιθανά λάθη, να προσπαθήσει να συσφίξει τις σχέσεις, να δημιουργήσει στιγμές και να αναπληρώσει τον χρόνο που μπορεί να έχει χαθεί. Κι αυτό μπορεί να ισχύει και από τις δύο πλευρές. Γιατί, όσο κι αν όλοι θέλουμε την ανεξαρτησία μας ως παιδιά κι όσο κι αν όλοι επιθυμούμε να μεγαλώσουμε ανεξάρτητα παιδιά ως γονείς, στο τέλος της ημέρας είναι αυτή η ισορροπία που προσφέρει η μυρωδιά του σπιτιού στο οποίο έχουμε μεγαλώσει, η ζέστη της γονεϊκής αγκαλιάς, η τρυφερότητα της παιδικού βλέμματος, που κάνει τους δεσμούς δυνατούς και τις στιγμές αναντικατάστατες. Για όσους τυχερούς μεγαλώσαμε έτσι.

Ένα άδειο σπίτι μπορεί να στερείται βήματα, χαμόγελα και φωνές. Μπορεί, όμως, να είναι γεμάτο αναμνήσεις. Μπορεί, επίσης και κάτι ακόμα εξίσου σημαντικό. Να εξελίσσεται, ν’ αποκτά χώρο για αλλαγές, νέα ενδιαφέροντα και καινούργιες στιγμές. Και μαζί του κι όσοι μένουν ή δε μένουν πια σε αυτό. Άλλωστε, το παιδικό δωμάτιο θα μείνει στη θέση του να περιμένει εκείνη τη μία φορά που ο ήχος της ανάσας του μεγάλου, πια, παιδιού που θα κοιμάται στο παιδικό του κρεβάτι, θα είναι η καλύτερη μουσική του κόσμου. Ακόμα κι αν είναι για ένα βράδυ τον χρόνο.

Συντάκτης: Ελένη Καραχανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου