Όταν ήμουν μικρή, η μαμά μου συνήθως μου μιλούσε για κάτι μικρά τερατάκια, που τρύπωναν στο κεφάλι των ανθρώπων και κατοικούσαν εκεί. Τις περισσότερες φορές κανείς δεν το συνειδητοποιούσε και τα άφηνε εκεί, να κάθονται στην άκρη του μυαλού του. Φαινομενικά άκακα πλασματάκια, που έψαχναν κάπου να σταθούν, μέχρι να βρουν το δρόμο τους και να φύγουν. Έτσι, ονομάστηκαν αμφιβολίες.

Με τα χρόνια και κάνοντας πολλές προσπάθειες να δώσω ένα δικό μου ορισμό στη λέξη «αμφιβολίες», τελικά κατέληξα πως ο καλύτερος ήταν αυτός που βρήκα και όχι αυτός που επινόησα. Αμφίβολος < αμφί + βάλλω (: χτυπώ). Κοινώς, είναι εκείνος που βάλλεται απ’ όλες τις πλευρές. Η αβεβαιότητα ισούται με την ανασφάλεια. Μια κατάσταση, λοιπόν, που τίποτα δεν είναι σίγουρο. Μια κατάσταση στην οποία δεν ξέρεις αν πρέπει να προχωρήσεις ή να μείνεις στάσιμος. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις το αποτέλεσμα κάθε πράξης, κι’ αυτό σε γεμίζει αμφιβολίες για το μέλλον. Γιατί άμα προχωρήσεις μπροστά, θα πας εκεί που θέλεις; Ή άμα μείνεις στάσιμος, θα είσαι ευχαριστημένος; Κι όλα αυτά, στο τέλος, μπορούν να αλλάξουν ακόμα κι όταν έχεις κάνει τις επιλογές σου;

Παρά τις καταστροφικές συνέπειες των αμφιβολιών, συνεχίζω να τις φαντάζομαι σαν τερατάκια που κατοικούν στις άκρες των μυαλών μας και χτίζουν σπίτια και μαγαζιά. Ανάλογα με το πόσο ακούμε τις λεπτές φωνές τους, εκείνα συνεχίζουν τη ζωή τους και παίρνουν περισσότερη δύναμη και θάρρος και φτιάχνουν κινητά και ακίνητα μέσα στο κεφάλι μας. Γιατί η δύναμη τους να προχωρήσουν αντλείται από τη δική μας αδυναμία να κάνουμε το βήμα.

Οι αμφιβολίες γεννιούνται πάντα και παντού. Θα γεννηθούν μετά από ένα χωρισμό από τη σχέση μας, μετά από ένα τσακωμό με τον κολλητό μας, μετά από μια συζήτηση με τους γονείς μας. Είναι κάτι σαν ιός, που μόλις βρει εύφορο έδαφος, θα τρυπώσει και θα ανθίσει. Γιατί αν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε σίγουροι για τη ζωή και τις επιλογές μας, πώς θα είναι ο εαυτός μας;

Γιατί καλές οι ιστορίες για τα τερατάκια και η προσπάθεια αποποίησης των ευθυνών, αλλά η παιδική ηλικία σταμάτησε κάπου στα δέκα χρόνια και η ενήλικη ζωή δεν έχει πολλές καθυστερήσεις. Στην πραγματικότητα, οι αμφιβολίες δεν είναι φόβος, δεν είναι ανασφάλεια. Είναι μία κεκαλυμμένη προσπάθεια του ανθρώπου να προστατέψει δήθεν τον εαυτό του από τις κακοτοπιές, από αρρωστημένες καταστάσεις, από κακούς ανθρώπους. Έτσι, ανοίγει το διακόπτη και γεμίζει, μέχρι να μην μπορεί να πάρει ανάσα και στο τέλος, πνίγεται. Πνίγεται, όμως, καθησυχασμένος ότι προφύλαξε τον εαυτό του και τώρα μπορεί να κοιμάται ήσυχος.

Γιατί ο άνθρωπος αν νιώθει σίγουρος πως με κάποιο τρόπο θα σώσει τον εαυτό του, θα κάνει ακόμα και τον μαλάκα. Δε θα τον νοιάξει ότι δεν προχώρησε, ότι είπε «όχι» εκεί που έπρεπε να πει «ναι». Αρκεί να μη βγει από τη ζώνη ασφάλειας του. Αρκεί να μη νιώθει ότι κινδυνεύει. Αφού οι αμφιβολίες ισούνται με την αναστολή, ο άνθρωπος θα κάνει τα πάντα για να καθυστερήσει εκείνο που φοβάται. Και κάπως έτσι, καταλήγει να γίνεται έρμαιο σ’ ένα τέρας που ο ίδιος δημιούργησε. Όσο το τρέφεις με φόβο και στασιμότητα, τόσο εκείνο μεγαλώνει, μέχρι που σ’ αγκαλιάζει τόσο στοργικά και εσύ δεν μπορείς να κάνεις βήμα.

Δεν ξέρω αν φεύγουν ποτέ ή αν μπορεί κανείς να τις διώξει. Ξέρω, όμως, πως καθετί σε μικρό βαθμό, κάνει καλό. Γιατί δεν είναι κακό να έχεις αμφιβολίες. Δε γίνεται να μην αναρωτιέσαι αν η ζωή που κάνεις σου αρκεί, αν ο άνθρωπος που έχεις δίπλα σου είναι ο κατάλληλος, αν αγαπάς τη δουλειά σου, αν έχεις σωστούς φίλους. Δε γίνεται να μη ψάχνεσαι μονίμως για καθετί που έχεις γύρω σου, να μην μπαίνεις στη διαδικασία να μάθεις κάτι καινούργιο κάθε μέρα. Δε γίνεται να ζεις μέσα στην αδράνεια και τη στασιμότητα. Αρκεί, όλα αυτά να μη γίνονται η θηλιά που μπαίνει στο λαιμό σου. Οι αμφιβολίες είναι καλές μέχρι εκεί που δε σε αγγίζουν στο σημείο της τρέλας. Γιατί όπως ένας υπολογιστής που είναι μονίμως στην αδράνεια, κάποια στιγμή χαλάει, κάπως έτσι είναι και ο άνθρωπος. Αν τον αφήσεις για πολύ καιρό σε ένα μέρος, θα ριζώσει και η μοναδική του παρέα θα είναι αυτά τα μικρά τερατάκια.

«Η αμφιβολία είναι η αρχή της σοφίας»
Αριστοτέλης

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.