Μεγάλος διάολος το Instagram. Μπορεί να φτιάχτηκε με σκοπό την ανάδειξη διάφορων φωτογραφιών, όπως για παράδειγμα η φύση και οι ομορφιές της, αλλά μόνο γι’ αυτό δε χρησιμοποιείται. Άντε στις εκατό φωτογραφίες, να δεις πέντε με αυτή τη θεματική. Πλέον, γεμίσαμε με instagramers είναι επάγγελμα, αν έχετε το θεό σας, influencers θα πέσει φωτιά να μας κάψει, μοντέλα, giveaways και ό,τι μπορεί να σκεφτεί ο καθένας προκειμένου να μεγαλώσει τη λίστα με τους followers και οι φωτογραφίες τους, να γεμίσουν likes και σχόλια.

Εγώ δε θα αναρωτηθώ το πού πάμε. Εξάλλου, πάντα υπήρχε μια κρυμμένη ωραιοπάθεια στον κόσμο, απλά το Instagram έδωσε το πάτημα στον καθένα, να ανεβάζει εκατό ιστορίες την ημέρα και να ποζάρει με τις ώρες μπροστά στο κινητό του, προκειμένου να βγάλει μια ωραία φωτογραφία και να τη γεμίσει με χιλιάδες hashtags. Είναι αυτή η τάση του «να πάρω like, να σχολιάσουν πόσο ωραίος είμαι, να μου στείλουν μήνυμα και κάπως έτσι, γεμίζει η αυτοπεποίθηση μου». Αυτό, βέβαια, είναι η ιστορία του καθενός και είναι λάθος να μπεις στο τρυπάκι να εξηγήσεις γιατί κάποια πράγματα θα πρέπει να μένουν προσωπικά και όχι να εκθέτουμε τη ζωή μας ανά δέκα λεπτά.

Αν είσαι εντελώς συμφιλιωμένος με τις ιστορίες και όταν εννοώ συμφιλιωμένος, ανεβάζεις κάπου στη μία ανά πέντε με έξι μέρες, τότε μπορείς να καταλάβεις πόσο μας έχουν φάει τη ζωή. Μας έχουν κλείσει τα σπίτια, μας έχουν χαλάσει φιλίες, μας έχουν κάνει ρεζίλι. Μια ιστορία μπορεί να ευθύνεται για πολλά κακά.

Ανάμεσα, λοιπόν, στις φωτογραφίες του τοπίου που έχουμε μπροστά μας, στη φίλη μας που αποφασίσαμε να τη βγάλουμε αυθόρμητα, σ’ ένα κομμάτι που μας άρεσε και θέλαμε να το ακούσουμε, κάτι κρύβεται. Ναι, δε λέω, ήθελες να το ανεβάσεις και καλά το έκανες. Δικός σου είναι ο λογαριασμός, ό,τι θες τον κάνεις. Αλλά δε σκέφτηκες ποτέ πως πίσω από τις ιστορίες μας, κι’ αυτές τις ακούσιες κινήσεις που κάνουμε να δούμε ποιος την παρακολούθησε τελικά, αναμένουμε να δούμε ένα όνομα για να πάρουμε την ευχαρίστηση;

Ίσως να είναι ένας πρώην, που θέλουμε να του δώσουμε να καταλάβει ότι είμαστε καλά πλέον. Ίσως να είναι ένα υποψήφιο ταίρι, που θέλουμε να του δείξουμε ότι δεν περιμένουμε πάνω από ένα τηλέφωνο, μήπως και έρθει μήνυμα. Ίσως να είναι ένα παλιό απωθημένο, κάποιος παλιός μας φίλος που πλέον δε μιλάμε. Μπορεί να είναι ένα άτομο, μπορεί και δέκα. Αλλά κρυφά, μέσα μας, περιμέναμε με ανυπομονησία να δούμε ένα συγκεκριμένο όνομα και σπάσαμε μπάλες όταν πιάναμε και αφήναμε το κινητό μας, ανά πέντε λεπτά για να το τσεκάρουμε.

Γιατί, για να λέμε και του λόγου το αληθές, πατήσαμε και την ειδοποίηση σε κάποιου το προφίλ, ώστε να μας χτυπάει κάθε φορά που ανεβάζει ιστορία. Κι άμα δεν το κάναμε αυτό γιατί έχουμε και μια υπόληψις, αναζητούσαμε ανά μισή ώρα, ανάμεσα σε εκατό ιστορίες, μήπως ανανεώθηκε η δική του. Οπότε, ας παραδεχτούμε πως όλοι τις κάνουμε αυτές τις μαλακίες, κι ας αφήσουμε την δήθεν ανωτερότητα του τύπου «εγώ για το ηλιοβασίλεμα την ανέβασα». Λες και ο κόσμος του instagram δεν έχει δει ξανά ηλιοβασίλεμα.

Και να πω και την αλήθεια, εγώ θα έβγαζα το καπέλο σε εκείνον που έβγαζε μια εφαρμογή, που θα έβλεπες τις ιστορίες των άλλων, χωρίς να φαίνεται το όνομα σου. Φαντάζεσαι τι λεφτά θα έβγαζε ο δημιουργός; Και εσύ, κύριος, θα έβλεπες πού είναι και τι κάνει, ενώ αυτός θα νομίζει ότι δε βλέπεις πλέον την ιστορία του.  Γιατί, ώρες-ώρες, θέλουμε να γίνουμε και λίγο stalkers, αλλά αγαπητό μου instagram, όταν δείχνεις το όνομα μου, πώς να εκτελέσω και εγώ σωστά το έργο μου;

Ενώ, άμα δε φαινόταν το όνομα, ξέρεις πόσες ιστορίες θα έβλεπες άφοβα, χωρίς να κοπανάς το κεφάλι σου ότι λύγισες και την άνοιξες στο τέλος; Δε θέλουμε, κύριε, να ξέρετε ότι βλέπουμε τις ιστορίες σας.  Εμείς θέλουμε να πιστεύετε πως δε μας νοιάζετε πλέον. Ολόκληρο άνθρωπο έχουμε στείλει στο φεγγάρι, ένας δε βρέθηκε να αφιερώσει καμιά βδομάδα να τη φτιάξει αυτή τη ριμάδα την εφαρμογή, να βρούμε και εμείς την ησυχία μας, βρε αδερφέ.

Μέχρι τότε λοιπόν, καλό κουράγιο να ‘χουμε και κάποιος θα βρεθεί να μας σώσει και εμάς τις ψυχές που θέλουμε να το παίξουμε ανώτεροι και δεν μπορούμε.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα