Βαβούρα. Μία απίστευτη βαβούρα. Φασαρία. Μια μόνιμη φασαρία που δε μας αφήνει να βρούμε την ησυχία μας. Πόσο ακόμα πια; Από πού κλείνει τέλος πάντων όλος αυτός ο θόρυβος στο μυαλό μας;

Είναι σαν ένα κακό τραγούδι που αδυνατούμε να ακούσουμε πλέον, αλλά εξακολουθεί να παίζει είκοσι φορές τη μέρα στο ραδιόφωνο. Τουλάχιστον εκεί μπορούμε να αλλάξουμε το σταθμό αν θέλουμε. Ενώ το μυαλό; Είμαστε δέσμιοί του, συγκάτοικοι είμαστε στην τρέλα, που λέει και το τραγούδι. Κάποιος να μας πει πώς θα πατήσουμε μία σύντομη παύση στις σκέψεις μας, ρε παιδιά.

Μιλάμε για εμάς τους υπεραναλυτικούς τύπους που δεν αφήνουμε κατάσταση που να μην την αναλύσουμε εξονυχιστικά από όλες τις πλευρές με κάθε –μα κάθε– δυνατό τρόπο. Γινόμαστε έξαλλοι με γεγονότα και καταστάσεις που πολλές φορές δεν περνάνε καν απ’ το χέρι μας. Θα υποθέσουμε, θα συμπεράνουμε -γιατί τα έχουμε σκεφτεί όλα εξαιρετικά πολύ για να θεωρήσουμε πως ίσως κάναμε λάθος ή δεν καταλάβαμε καλά. Γιατί όμως; Γιατί να μην μπορεί απλά το μυαλό μας να βγάλει το σκασμό για μία φορά, έτσι για λίγο, ώστε να απολαύσουμε κι εμείς αυτή την ησυχία;

Είναι δύσκολο να υπερλειτουργεί ο εγκέφαλος. Να μη βάζει ένα στοπ, να μην κάνει ένα διάλλειμα. Τα ερεθίσματα μπορεί να είναι απ’ το πιο απλό μέχρι το πιο περίπλοκο πράγμα που μπορεί να μας συμβεί. Μετράμε τις λέξεις, ψάχνουμε το κρυμμένο νόημα πίσω από φράσεις και τον πραγματικό σκοπό πίσω από συμπεριφορές. Υπέροχα πλάσματα είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Μπορεί να έχουμε τα πάντα, αλλά όχι, όχι. Εμείς θα κάτσουμε να κοιτάξουμε εκείνο το δέντρο που δεν έχει βγάλει όλα τα φύλλα του αντί να παρατηρήσουμε ολόκληρο το δάσος που είναι καταπράσινο.

Τρωγόμαστε με τα ρούχα μας γιατί ίσως δεν έγιναν όλα όπως ακριβώς τα είχαμε υπολογίσει στο υπέροχο μυαλουδάκι μας. Προφανώς και δεν έγιναν και το πιθανότερο είναι να μη γίνουν και ποτέ. Κι εκεί ακριβώς κρύβεται όλη η μαγεία. Δε θέλουμε να ζήσουμε μία ζωή που να μπορούμε να την προγραμματίσουμε στο εκατό τις εκατό. Μπορεί να νομίζουμε πως θέλουμε γιατί το μυαλό μας το έχει επιβάλλει, οι σκέψεις μας μάς έχουν αιχμαλωτίσει σε μία πραγματικότητα που την έχουμε συνηθίσει. Μας ψιθυρίζουν πως αυτό είναι όλο και μάλιστα πρέπει να το αναλύσουμε στο μέγιστο. Για να μη μας περιμένουν εκπλήξεις πίσω απ’ τη γωνία, για να μην πέσουμε σε παγίδες και για να μη φάμε τα μούτρα μας.

Έτσι, όμως, παύουμε να είμαστε οι πρωταγωνιστές της ζωής μας. Μας δίνουν το δεύτερο, τον τρίτο ή ακόμα και ρόλο κομπάρσου κι εμείς δεν παίρνουμε χαμπάρι. Η καλή ταινία, αυτή που θα μας κρατήσει μέχρι το τέλος, απαιτεί ανατροπές. Απαιτεί συναίσθημα και πραγματικούς χαρακτήρες που βγαίνουν δυνατοί μέσα απ’ τα δύσκολα. Που δε δεσμεύονται απ’ το φόβο του αύριο και τολμάνε να ζήσουν το διαφορετικό.

Εννοείται, θα φάμε τα μούτρα μας κι εννοείται πως θα την πατήσουμε πολλές φορές. Εννοείται πως θα κάνουμε λάθος επιλογές και πως θα απορρίψουμε τις σωστές, επειδή ίσως δεν το σκεφτήκαμε αρκετά. Θα γνωρίσουμε τον λάθος άνθρωπο και θα του δώσουμε ένα κομμάτι μας επειδή δεν τα υπολογίσαμε όπως έπρεπε λόγω ενθουσιασμού. Θα τσακωθούμε με έναν φίλο, ίσως πληγωθούμε, ίσως πληγώσουμε, γιατί έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις κι έτσι πρέπει να παραμείνουν.

Ας κάνουμε ένα λάθος παραπάνω επειδή επιλέξαμε να μη βάλουμε την ιστορία κάτω απ’ το μικροσκόπιο για μία φορά.

Με λίγα λόγια, τι θα γίνει;
Θα το αναλύσουμε ή θα το ζήσουμε;

 

Συντάκτης: Θαλεία Σόκαλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη