Πρόκειται για έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Κάθε του πτυχή είναι μία ακόμα προσπάθεια επιβίωσης σε αυτό τον κόσμο που δεν τον χωράει. Κάθε του σκέψη είναι ένα ακόμα βήμα που προσπαθεί να κάνει για να έρθει λίγο πιο κοντά στην ευτυχία. Άλλες φορές μικρό κι άλλες μεγάλο. Μετράει τις λέξεις του, δε χαρίζει τις αγκαλιές του. Μόνο αν τις κερδίσω, μόνο αν τις αξίζω. Δίνει τα φιλιά του με το σταγονόμετρο. Το ήξερα και το ξέρω, αλλά είμαι ακόμα εδώ.

Δεν ξέρει τι θέλει, αλλά πιστεύω πως ξέρει ακριβώς τι χρειάζεται. Δεν προσαρμόζεται σε καταστάσεις κι απεχθάνεται τα καλούπια. Γι’ αυτό δημιούργησε τη δική του πραγματικότητα, έχτισε τους δικούς του τοίχους κι έφτιαξε ένα κάστρο μόνο για εκείνον. Κάθε επισκέπτης περνάει, αλλά δε μένει. Το κάστρο του είναι τεράστιο, αλλά δεν έχει δημιουργήσει χώρο για άλλον. Δε θέλει να του κουνάνε τα έπιπλα. Έχει βάλει μία τάξη κι οι αλλαγές δεν αποτελούν μέρος του προγράμματός του.

Φοβάται μήπως ξεχάσει κανείς κατά λάθος τα φώτα ανοιχτά. Φοβάται μήπως φωτιστεί το κάστρο του κι αναγκαστεί να έρθει αντιμέτωπος με όσα παραμονεύουν όλο αυτό τον καιρό στις σκιές του.

Αλλά εγώ τον θαυμάζω∙ ή μήπως όχι; Μου προκαλεί τα πιο ακραία συναισθήματα. Με φτάνει απ’ το μηδέν στο εκατό σε δευτερόλεπτα και το ίδιο γρήγορα μπορεί να με μηδενίσει ξανά. Είναι πολύ σκληρή η πραγματικότητα που μας έχουν αναγκάσει να ζούμε. Είναι πολλοί οι φόβοι κι άλλες τόσες οι ανασφάλειες.

Τον αγαπάω, γιατί πολλές φορές μου χαρίζει αυτό που χρειάζομαι χωρίς να πει λέξη. Ισοπεδώνει τους φόβους μου και διώχνει μακριά τις ανασφάλειές μου -κάποιες φορές. Κάποιες άλλες, όμως, υψώνει τοίχους, προσθέτει κάγκελα και με κλειδώνει απ’ έξω. Είναι δίπλα μου, αλλά δε μου επιτρέπει να τον αγγίξω. Είναι μπροστά μου κι όμως δεν καταφέρνω να τον δω. Και τότε ελευθερώνονται ξαφνικά όλοι οι φόβοι κι όλες οι ανασφάλειες που είχε κλειδώσει μέχρι τότε μακριά. Και χάνω τον έλεγχο. Ξανά. Χάνω την ηρεμία μου.

Κι, όμως, εγώ τον θαυμάζω γιατί όταν με αφήνει να μείνω στο κάστρο του με αφήνει να ανάβω πού και πού τα φώτα του. Έχω καταφέρει να δω τα έπιπλά του, να αγγίξω τα αντικείμενά του που τόσο καλά κρύβει. Τον θαυμάζω γιατί ψάχνει να βρει τα μήκη κύματός μου και να συντονιστεί με αυτά. Όταν θέλει. Όταν δε θέλει, όμως, τα αποσυντονίζει όλα. Τη λογική μου, τα συναισθήματά μου και τα δεδομένα μου. Τα θυσιάζει όλα στο βωμό της μοναχικότητάς του. Κλείνεται, κλειδώνεται και με αφήνει πάντα απ’ έξω χωρίς να πει λέξη.

Ίσως μερικές φορές καταφέρνει να πατήσει μία παύση σε όλα αυτά, σε όλο αυτό το θόρυβο που προκαλεί στο κεφάλι μου. Αλλά μόλις αφήσει το κουμπί της παύσης, ο θόρυβος γίνεται ανυπόφορος. Πιο εκκωφαντικός από πριν με τα ντεσιμπέλ να χτυπάνε κόκκινο.

Νομίζω πως τον ερωτεύτηκα για όλα όσα δεν επιτρέπει σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο να δει. Γιατί μου δίνει πρόσβαση στα κρυμμένα μονοπάτια του μυαλού του. Νομίζω, όμως, πάλι, πως αυτός είναι κι ο λόγος που με στεναχωρεί τόσο. Γιατί έχω ανακαλύψει όλα εκείνα που θα μπορούσε να μου δώσει και ξέρω πως δεν πρόκειται ποτέ να το κάνει.

Τον αγαπάω, ναι. Αλλά με κάνει τόσο λυπημένη.

 

Συντάκτης: Θαλεία Σόκαλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη