Ο συγγραφέας Henry James είχε πει: «Πάντα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι, αλλά ποτέ δε μου άρεσαν». Είναι κυνική, σκληρή η άποψή του, η απολυτότητά της σε τρομάζει. Κατακρίνει ολοκληρωτικά το ανθρώπινο γένος μέσα σε μερικές λέξεις. Μέσα σε μία πρόταση συνοψίζει όλη την ιστορία των ανθρώπινων σχέσεων.

Στην αρχή, διεγείρεσαι από τους ανθρώπους, τους παρατηρείς, τους επεξεργάζεσαι και στο τέλος, όταν έχεις δει όλα τους τα πρόσωπα, έρχεται η απογοήτευση. Δεν αφήνει περιθώρια για εξαιρέσεις κι αμφιβολίες. Προσωπικά, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με το ακραίο σκεπτικό του.

Με συναρπάζουν οι άνθρωποι. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ιδιοσυγκρασία τους, την ακολουθία της σκέψης τους. Η απαραίτητη διαδικασία της γνωριμίας με συγκλονίζει. Ακούς το συνομιλητή σου, μαθαίνεις γι’ αυτόν και την οπτική γωνία του για οποιοδήποτε θέμα. Μέσα από κάθε συζήτηση εξελίσσεσαι, διαμορφώνεις τη γνώμη σου και σχηματίζεις εικόνες για την κοινωνία γύρω σου.

Είναι ένα παιχνίδι, όπου δύο άνθρωποι μπορούν να τελειοποιήσουν κάθε πτυχή μίας θεματολογίας, να συγκρουστούν ιδεολογικά και να βγουν αμφότεροι κερδισμένοι. Θέλω να κάθομαι σε μία γωνία και να τους παρατηρώ, να παρακολουθώ τις κινήσεις τους, τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους.

Ο μοναδικός τρόπος για να αξιολογήσεις έναν άνθρωπο, είναι μέσα απ’ τη συμπεριφορά του προς τους υπόλοιπους. Πώς φέρεται σε κάποιον που έχει την ανάγκη του και πώς σε εκείνον που τον έχει ανάγκη. Δύο αντίθετες καταστάσεις, στις οποίες ο άνθρωπος ποτέ δεν κρατάει την ίδια στάση. Όταν τους χρειάζεται, ξεχειλίζει από καλοσύνη, γίνεται χαλί να τον πατήσουν για να καταφέρει να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους, ενώ όταν του είναι αχρείαστοι ή –για να το θέσω σαφέστερα– άχρηστοι, δε θα απλώσει ανιδιοτελώς το χέρι του. Ακόμη κι η αγάπη είναι εν μέρει ιδιοτελής, μία μορφή αλληλοεξαρτώμενης ανάγκης ή τουλάχιστον εμείς την καταντήσαμε έτσι.

Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι, γιατί ούτε οι ίδιοι δε γουστάρουν τους εαυτούς τους. Κανένας μας δεν αγαπάει τον εαυτό του ολοκληρωτικά, πάντα βρίσκει ατέλειες, μειονεκτήματα, τα οποία μεγαλώνοντας μαθαίνει να μισεί. Ό,τι δεν μπορεί να αλλάξει, προσπαθεί να το καλύψει, να το θάψει βαθιά μέσα του για να μη βγει στην επιφάνεια και τον πληγώσει, τον εκθέσει μπροστά σε άλλους. Εκεί αποσκοπεί η εφεύρεση του ψέματος, στην κάλυψη όλων των χαρακτηριστικών μας, των πράξεών μας που απεχθανόμαστε. Μάθαμε να μισούμε το σκοτάδι μας και να φθονούμε το φως των υπολοίπων. Τόσο χαμηλά έχουμε πέσει.

Είμαστε οι δημιουργοί μίας σαδιστικής κοινωνίας. Απολαμβάνουμε τη δυστυχία του δίπλα, συνηθίσαμε να ζούμε μέσα στον πόνο, την απώλεια και το αίμα. Βρίσκουμε αστείο, γελοίο τον πόνο των συνανθρώπων μας, χτυπάμε ανελέητα εκείνους που δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Στην καλύτερη περίπτωση είμαστε απαθείς, ενώ στη χειρότερη αδηφάγα όντα με στόχο να κατασπαράξουν οποιονδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους. Μία επί πτωμάτων κοινωνική δομή, αποτελούμενη από απάνθρωπους ανθρώπους κι απρόσωπα πρόσωπα.

Ο Ησίοδος, αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής, στο έργο του «Έργα και ημέραι» αναφέρεται στα πέντε γένη των ανθρώπων. Μέσα από μία πιο ελεύθερη ανάλυση του κειμένου, ο ποιητής αναφέρει πως οι άνθρωποι εκφυλίζονται με την πάροδο του χρόνου, χάνουν την αξία τους. Πρώτα ήρθε το χρυσό γένος κι ακολούθησαν κατά σειρά το αργυρό, το χάλκινο, το ηρωικό και το σιδερένιο γένιος. Ο Ησίοδος παρουσιάζει την εποχή του ως τη σιδερένια εποχή, τη χειρότερη εποχή απ’ τις προηγούμενες. Ο άνθρωπος είναι ευτελής, χωρίς ήθος κι αξίες, ένα θνητό κοινωνικό έρμαιο. Μήπως σήμερα έχουμε περάσει στη χάρτινη εποχή;

Έχουμε χάσει τον δρόμο μας, όμως ποτέ δεν είναι αργά. Ακόμη και τώρα, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε. Να δώσουμε ένα τέλος στην κατρακύλα μας. Να ορθώσουμε το ανάστημά μας μπροστά σε κάθε αδικία, να υπερασπιστούμε με θάρρος κι ήθος τις αρετές μας.

Ας αφήσουμε την καλοσύνη μας να μας πλημμυρίσει, να αλλάξει τον κόσμο. Εμείς είμαστε το πρώτο και το τελευταίο βήμα, που χρειάζεται η κοινωνία για να μεταμορφωθεί σε έναν επίγειο παράδεισο. Είμαστε η αρχή και το τέλος.

Πάντα δε μου άρεσαν οι άνθρωποι, όμως ποτέ δεν τους μίσησα. Τους συμπονώ.

Συντάκτης: Θάνος Αραμπατζής
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη