Η ζωή σε μια γλυκιά ρουτίνα. Καθημερινότητα που με ταλαιπωρεί, μα είναι δική μου επιλογή. Θέλω να φύγω. Τσάντα, κλειδιά, μπλοκ και στυλό. Τόσα όσα χρειάζομαι για να βρεθώ στον κόσμο που γουστάρω. Το «μηχανοκίνητο τετράποδό μου» περιμένει παρκαρισμένο και με υποδέχεται για να με μεταφέρει στο δικό μου τόπο διαφυγής. Μια στάση στο περίπτερο για τα «κομμένα» τσιγάρα και λίγο αλκοόλ και πιάνω την παραλιακή. Έμπνευση και θάλασσα στο ίδιο καζάνι βράζουν για μένα.

Στάση στο κόκκινο φανάρι και η μουσική στο διπλανό αυτοκίνητο με ξυπνάει από τις σκέψεις και με οδηγεί σε άλλες. Δυο μάτια με κοιτάζουν επίμονα. Πόση ανάγκη έχουμε για φλερτ, για έρωτα; Για εκείνον τον άνθρωπο που θα κάνει στη ζωή μας την ανατροπή και θα γυρίσει «τούμπα» όλα τα στρωμένα μας. Αυτόν τον άνθρωπο που θα μας τσαλακώσει σεντόνια και συναισθήματα και θα τα κάνει κτήμα του. Πατάω γκάζι κι αφήνω πίσω το επίμονο βλέμμα, που άθελά του έγινε απόψε πηγή έμπνευσής μου.

Σε λίγο βρίσκομαι οκλαδόν στην αμμουδιά με τις νότες για συντροφιά κι έχοντας πάρει στα χέρια εκείνο το λευκό χαρτί που θα το κάνω μάρτυρα, όσων έχω να πω. Σ΄εκείνον που περιμένω να έρθει ή σε αυτόν που υπάρχει κάπου γύρω μου και θέλω να του συστήσω τον εαυτό μου ή απλώς να ξανασυστηθώ. Στο αποψινό βλέμμα, στο χτεσινό ψέμα, στο αυριανό όνειρο.

Βαρέθηκα να περιπλανιέμαι. Τα πάθη μου, τα λάθη, οι επιλογές μου όλα δικά μου, αυτά μ’ έφτιαξαν ό,τι είμαι. Δέξου τα. Δέξου εμένα, εμένα που ώρες-ώρες μισώ, θυμώνω, γκρινιάζω, ζηλεύω, παλεύω, τρέχω και δε φτάνω, μα σ’ έχω συνεχώς στις στιγμές μου. Έψαξα να βρω την άκρη μου και μπερδεύτηκα, νόμιζα πως ήθελα άλλα και ριμάχτηκα. Πίστεψα πως ήξερα τα σωστά μα τα έκανα μαντάρα. Για να καταλάβω πόσο κυρία ήταν ζωή μου έπρεπε να τα κάνω όλα πουτάνα. Και τώρα τι γίνεται; Τις απαντήσεις δεν τις πήρα, την ευτυχία δεν τη συνάντησα, μόνο εφήμερες απολαύσεις κι εγώ ν’ αγχώνομαι που πρέπει να τα προλάβω όλα.

Σου γράφω απόψε. Χαράζω μουντζούρες και νομίζω πως τελειώνοντας θα νιώθω πιο ξελαφρωμένη, πιο ήρεμη. Μακάρι στην τελεία να ερχόσουν και στην παύλα μου να μ’ έκλεινες στην αγκαλιά σου. Τότε όλα θα είχαν νόημα. Θα σε κοιτούσα στα μάτια, θα περνούσα τα δάχτυλά μου στα μαλλιά σου, θα έσκυβα το κεφάλι κι εσύ θα με φιλούσες ανασηκώνοντάς με.

Απόψε ένα άγνωστο βλέμμα μου ξύπνησε την ύπαρξή σου μέσα απ’ τη λήθη που σε τοποθέτησα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Άθελά του αυτός ο άγνωστος έγινε η αφορμή για την κάθαρσή μου. Ίσως όσα καταγράφονται απόψε να μην είναι τα δικά σου σπουδαία, μα είναι τα δικά μου σημαντικά. Αυτά που δε θα τα βρεις αλλού. Μπορεί παρόμοια, ναι, μόνο παρόμοια. Μείνε λοιπόν και χάρισμά σου τ’ αυθεντικά. Κουράστηκα να κρύβομαι πίσω από χαριτωμενιές και δήθεν προσωπεία.

Έλα να κάτσεις δίπλα μου. Απλώς να κάτσεις τόσο κοντά μου όσο να μπορώ να χαζεύω τις βλεφαρίδες σου καθώς ανοιγοκλείνουν. Έλα να σου πω πόσο μου έλειψες. Πόσο μου λείπεις συνεχώς. Πόσο διαφορετική μπορώ να γίνομαι μόνο για σένα, μόνο με σένα. Όχι δεν έχω τάσεις μαζοχισμού και αυτοκαταστροφής, απλώς παραδοχή των τελευταίων οχυρών μου. Άλλωστε τούτο το χαρτί είναι μόνο δικό μου, μόνο για μένα. Το κρατάω εγώ, το ορίζω εγώ, το γεννάω εγώ, το πεθαίνω εγώ.

Θυμωμένη σηκώνομαι, διπλώνω το χαρτί και μπαίνω στ’ αυτοκίνητο. Εξαγνίστηκα, λυτρώθηκα, ηρέμησα; Ούτε και ξέρω. Βάζω μουσική και νιώθω μια τεράστια αγκαλιά να με ζεσταίνει, είναι οι νότες, οι στίχοι, ο ήχος. Νιώθω ασφαλής. Ανοίγω το παράθυρο και μια νυχτερινή γλύκα με ανατριχιάζει, με δροσίζει. Ανεβάζω ταχύτητα και κατευθύνομαι στο κάπου.

Το χαρτί διπλωμένο στο κάθισμα του συνοδηγού να μου κλείνει το μάτι. Είμαι ακόμη θυμωμένη μαζί του. Τα ξέρει όλα. Μάρτυρας των ενοχοποιητικών μου στοιχείων. Εγωισμός στο μέγιστο με κατακλύζει. Το τσαλακώνω με μανία. Θέλω να το πετάξω, ν’ απαλλαγώ από κάθε μαρτυρία της αδυναμίας μου. Αλλά συνεχίζω την πορεία μου κι εξακολουθώ να το έχω για συνεπιβάτη μου.

Τελικά καταλήγω στο διαμέρισμά μου με το τσαλακωμένο χαρτί-μπάλα στα χέρια μου. Το ανοίγω προσεχτικά και το ισιώνω όσο γίνεται καλύτερα. Το βάζω σε μια διαφάνεια και το κολλάω στον τοίχο που ακουμπάει το γραφείο μου, στην πιο «εξέχουσα» θέση. Εκεί που αξίζει να υπάρχει. Εκεί που θέλω να το βλέπω για να μου θυμίζει πόσο ευάλωτη είμαι,  πόσο ανθρώπινη και πόσο αληθινή.

Σκασίλα μου αν λίγες αράδες, φέρνουν στο φως την πιο τρωτή μου πλευρά, είμαι κι αυτό. Δηλώνω και υπογράφω πως όπου υπάρχει έρωτας, ο εγωισμός πάει περίπατο.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή