Άσχημες που είναι αυτές οι φυγές. Αυτές που μόλις πέσει σκοτάδι κι πόλη έχει σιγάσει σου βάζουν τη βαλίτσα στο χέρι. Γιατί δε θες τίποτα να σου αλλάξει γνώμη. Γιατί εκεί τα συναισθήματά σου τα κατασπαράξανε σαν φρέσκο λαχταριστό κομμάτι κρέας σε μια αγέλη με πεινασμένους πελώριους λύκους.

Το κορμί ένα ασήκωτο παλιοσίδερο στη βουή ενός πολέμου που γίνεται μέσα σου. Παίρνει θέση πίσω από κλειστές πόρτες και φυλακές που γνωρίζουμε μόνο εμείς. Κι αυτοί οι παλιάτσοι γύρω μας νομίζουν πως ξέρουν τι πάει να πει να ζεις μια μόνιμη φυγή. Να μην μπορείς να νιώσεις ασφάλεια πουθενά. Νομίζουν πως με δυο-τρία χιλιοπαιγμένα  αποφθέγματα μπορούν να δαμάσουν το θεριό που υψώνεται μέσα σου. Κανείς μας δεν ήρθε σ’ αυτή τη ζωή για να τριγυρνά μακριά από τις επιθυμίες του.

Το μεγαλύτερο αστείο είναι το τρίπτυχο ευτυχίας που μας πλασάρουν από παιδιά στο κεφάλι. Δουλειά, σπίτι κι οικογένεια. Προσπαθείς μηχανικά να τα χτίσεις και τα χάνεις όσο γρήγορα ανοιγοκλείνουν τα μάτια σου. Γιατί ανάμεσα σ αυτά που προσπερνάς χτίζοντας, κρύβεται η πραγματική ζωή και σε χτυπά ανελέητα κάθε που τη θεωρείς δεδομένη. Αφήσαμε για αύριο μια ζωή που δεν ήρθε ποτέ. Μια ζωή που τη χτίζαμε βάση των επιθυμιών του καθωσπρεπισμού γύρω μας.

Μούντζες στα μούτρα μας υψώνονται σε κάθε μας φυγή. Γι’ αυτά που δεν αρπάξαμε απ’ τα μαλλιά. Για τη ζωή που είχαμε μπροστά μας, μα τη θεωρούσαμε δεδομένη. Τα μεγαλύτερα μαθήματα δε δόθηκαν σε καμία σχολική αίθουσα και δε διδάχτηκαν σε κανένα πανεπιστήμιο. Μας τα έδωσε κάθε χρόνος που αφήσαμε πίσω μας. Κάθε κεράκι που σβήσαμε, χάνοντας στον καπνό του τις στιγμές μας.

Κάθε χρόνο αυτά τα κεράκια έχουν περισσότερο χώρο να τρεμοπαίζουν σε μια ετοιματζίδικη τούρτα. Γιατί δίπλα τους δεν έχουν πια τόσα οικεία πρόσωπα να τραγουδούν  «μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά». Δε γερνάνε πια οι άνθρωποι με τους αριθμούς. Οι στιγμές που η ζωή τους διαψεύδει, οι αποτυχίες, οι αμφιβολίες τους γερνάνε. Κι ας είσαι 20,30, 50∙ δεν κοιτάει ταυτότητα η ζωή. Δεν υπογράψατε κανένα συμβόλαιο και καμία χάρη δε σου χρωστά.

Σε κάθε δυσκολία υπάρχει μια καραμέλα χιλιοειπωμένη που λέει «δεν μπορεί, θα γυρίσει ο τροχός, μας το χρωστά η ζωή». Μα η ζωή δεν έχει να σου δώσει κανένα λογαριασμό κι όσο κι αν ζητάς απεγνωσμένα εξηγήσεις μ’ αυτά τα «γιατί» που ουρλιάζουν μέσα σου, τον λόγο δε θα τον μάθεις ποτέ.

Ίσως απλά να ήσουν άτυχος, ίσως να μην προσπάθησες πολύ, ίσως να μην ήταν για να γίνει. Ίσως πάλι να άργησες να ζήσεις αυτό που συνεχώς ανέβαλλες. Την ευκαιρία την είχες. Δυνατός μπορεί να λέγεται αυτός που καμία εξήγηση δεν έψαξε, που κανένα «γιατί» δεν τον έπνιξε. Γιατί είναι δύναμη να μπορείς καταλάβεις πως φταις μόνο εσύ για κάθε στιγμή που δεν άρπαξες κι αποφάσισες να αναβάλεις.

Κι έτσι τα βράδια γίνονται μάσκα σ’ αυτές τις γερασμένες καρδιές που χτυπούν μοναχά από ανάγκη. Γιατί έχουν ένα σώμα νεανικό, μα ψυχές κουρασμένες, σκοτεινές. Τις βγάζουν βόλτα τη νύχτα και κρύβονται εύκολα στο μαύρο της. Κι αν τα αστέρια ανάβουν δειλά, αγκαλιάζοντας τα απωθημένα, μένουν για λίγο και πέφτουν για να γίνουν ευχή για όλους αυτούς που ελπίζουν σε κάτι παραπάνω.

Όσο ακόμα ζεις στο φως, άρπαξε τα απλά, τα καθημερινά, ζήσε αυτά που έχεις.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη