Ακόμα και σήμερα, προσπαθώντας να αραδιάσω σκόρπιες λέξεις σε μια σειρά για αυτήν, πονά. Πέρασαν αρκετές μέρες, βδομάδες και τώρα μήνες που δεν είναι τίποτα το ίδιο χωρίς αυτήν. Δεν πιστεύω σε κλισέ ατάκες που μισώ του τύπου «οι φίλοι είναι η οικογένεια που διαλέγουμε», αλλά θα πω πως οι φίλοι είναι κομμάτια του εαυτού μας που ζωντανεύουν όταν είναι στο πλάι μας.
Ψαχουλεύοντας τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής μου, στα πιο κρίσιμα θα έλεγα, τη βρίσκω ανάμεσα σε παλιές φωτογραφίες, σε όλα μου τα αγαπημένα τραγούδια κι ανάμεσα σε γνώριμες μυρωδιές και τόπους. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι έγινε αυτό κι αυτό κι υπάρχει αυτή η σιωπή. Μπορώ, όμως, να φωνάξω πως ήμασταν μαζί στις καλύτερες καμένες μου ατάκες με το black humor που με διακατέχει, στις πιο όμορφες διαδρομές κι αποδράσεις από όλους και σε όλες τις όμορφες και δύσκολες στιγμές της ζωής μου.
Αυτή ήταν πάντα εκεί, ένα βήμα πίσω από μένα δίνοντάς μου πάντα την ασφάλεια ότι είναι εκεί κι ας έρθει ο κόσμος πάνω κάτω. Οι κολλητοί εξάλλου είναι αυτοί οι τύποι στη ζωή μας που μπορούμε να λέμε όλες τις χαζές μας σκέψεις κι αυτοί να τις ακούν και να τις αναλύουν μαζί μας. Είναι αυτοί που θα σε μαλώσουν για όλες τις χαζομάρες που έκανες και θα είναι ειλικρινείς μαζί σου για όλους τους καβγάδες που έφταιγες. Είναι η συνείδησή σου με σάρκα κι οστά.
Όταν η ζωή σου φέρνει φουρτουνιασμένες θάλασσες, αυτοί είναι σωσίβιο. Είναι τα μάτια σου στο σκοτάδι. Σου δείχνουν τον δρόμο και σε καθοδηγούν. Μέσα στη φουρτούνα όμως και μαζί με τον θυμό μπορείς να πληγώσεις και να καταστρέψεις. Οι λέξεις είναι όπλο στα χέρια μας. Με τη λάθος χρήση είναι ακαριαίες. Γκρεμίζουν στιγμές, σχέσεις και ζωές. Κάπως έτσι ανάμεσα στο χάος πυροβόλησα. Κι εκεί ξεκίνησε η αποκόλληση.
Στην αρχή παλεύεις με κάθε μικρή λεπτομέρεια. Πλησιάζουν κάποια γιορτή ή τα γενέθλιά της. Δεν μπορείς να κάνεις αυτό που ήθελες για αυτή, σαν να ήταν όλα όπως πριν. Αναγκάζεσαι να προσποιηθείς με τη μορφή της τυπικότητας. Κι ύστερα; Είναι που κάθε που συμβαίνει κάτι καλό ή κακό, θες να πάρεις το τηλέφωνο και να της το πεις, όπως πάντα, για να δεις την αντίδρασή της. Κι εκεί μαχαίρι στην καρδιά η λογική που σου λέει ότι δεν μπορείς.
Θα βλέπεις αραδιασμένες μικρές λεπτομέρειες παντού που θα στη φέρνουν στο μυαλό. Η καφετέριά σας, το εστιατόριο που κάνατε τις γουρουνιές σας, η χαζή ταινία που περίμενες και θα την ικέτευες να υποσχεθεί πως θα δει μαζί σου με αντάλλαγμα μια δική της βαρετή επιστημονική με δράκους και διαστημόπλοια.
Και μετά θα ξεκινήσει ο περίγυρος να ρωτά τι κάνει αυτή και πώς είναι, γιατί έχουν καιρό να τη δουν. Θα ακούσεις το κενό μέσα να λέει «μου λείπει», αλλά θα αποφύγεις κάθε λεπτομέρεια λέγοντας πως είναι καλά και τρέχει με δικές της δουλειές κι ούτε το σπίτι δεν τη βλέπει.
Θα παίρνεις το τηλέφωνο κάθε που νιώθεις μοναξιά και θα κοιτάς το όνομά της για αρκετά λεπτά, αλλά δε θα τολμάς να της πεις «μου έλειψες, ηλίθια, πάμε μια βόλτα να τα πούμε και βαρέθηκα εδώ». Κι αυτό που πραγματικά βαριέσαι είναι αυτή η σιωπή. Θα την ψάχνεις ανάμεσα σε όλους τους γνωστούς μα κανένας δε θα ‘ναι αυτή.
Θα σου λείψει περισσότερο από όσο νόμιζες. Θα πονέσεις με έναν διαφορετικό τρόπο και θα θρηνείς για τη φιλία που χάθηκε, γιατί μαζί της πήρε τον άνθρωπο που ήσουν, γιατί μαζί της ήσουν πάντα ο εαυτός σου. Θα ρωτάς δεξιά αριστερά αν είναι καλά και θα ελπίζεις πως ίσως μια μέρα έρθει και σου πει «Αν το ξανακάνεις και με πληγώσεις, θα σε μαυρίσω στο ξύλο. Τώρα πάμε για καφέ να τα πούμε». Ακόμα κι αν δε γίνει αυτό να κρατάς όλα όσα σε έμαθε. Γιατί οι κολλητοί είναι οι αυτοί που σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα. Κι όπου και να πας τα κομμάτια τους είναι πάντα μέσα σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη