Έχεις ξεχάσει πλέον τι παραγγέλνεις όταν βγαίνεις έξω στην ενήλικη ζωή σου, επειδή έχεις άπειρες επιλογές; Έλα να πάμε μια βόλτα, κάνοντας ιστορική αναδρομή στη φύση εκείνων που έπινες όταν έβγαινες από πιτσιρικάκι μέχρι σήμερα.

Για θυμήσου λίγο τα πρώτα βράδια παρέα με τους γονείς σου σε ταβέρνες κι εστιατόρια, που σου έβαζαν κόκα κόλα με νερό ή κάποιοι πιο κουλ σε άφηναν να πιεις δυο γουλιές απ’ το κρασί ή την μπίρα τους. Μάλιστα όταν δοκίμαζες οποιοδήποτε αλκοολούχο, ξίνιζες όταν δε σου άρεσε. Η φάση συνεχίζεται λίγα χρόνια αργότερα με γκαζόζα και πορτοκαλάδα με ανθρακικό πλέον, γιατί μπορεί να κόντευες τα δέκα και λίγο ανθρακικό δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.

Το καλύτερο όλων έρχεται στην προεφηβεία και τα πρώτα πάρτι, στα οποία συνήθως δεν παρευρίσκονται γονείς, και σε αυτό το σημείο επιβάλλεται υπόκλιση στο Bacardi breezer και τις φρουτένιες εκδοχές του, που τότε έπινες και νόμιζες πως κατεβάζεις τουλάχιστον ουίσκι ογδόντα ετών. Ήξερες ότι περιέχουν απειροελάχιστο αλκοόλ, αλλά ένιωθες φοβερός και σούπερ προχώ, συνεχίζοντας με γέλια και καζούρα με τους κολλητούς, όταν βλέπατε τη γλώσσα σας να αλλάζει χρώματα ανάλογα τη γεύση που είχατε επιλέξει. Κάποιοι, που ήθελαν να το παίξουν πιο κυριλέ (γελάει κόσμος), διάλεγαν Gordon space και περιφέρονταν με το όμορφο μπουκαλάκι τους τριγύρω, κόβοντας κίνηση.

Και προχωράμε στην πρώτη φορά που βγήκες έξω, σε κάποιο decent bar και δοκίμασες βότκα. Γιατί σχεδόν πάντα έτσι ξεκινάει το φλερτ με το πραγματικό αλκοόλ. Με βότκα για τους πιο σκληρούς ή με Ursus για όσους ήθελαν μεν αλκοόλ αλλά με μια πιο γλυκιά υφή. Φυσικά και προσποιήθηκες ότι σ’ αρέσει, όταν πρωτοδοκίμασες γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Τι, να σε πουν φλώρο και μωράκι που δεν μπορούσες ούτε να το μυρίσεις; Στην ουσία, βέβαια, γέμιζες το ποτήρι πορτοκαλάδα ή λεμονάδα για να καταφέρεις να το πιεις όλο και να αποδείξεις στην παρέα πόσο αντέχεις.

Στη συνέχεια, εκεί γύρω είκοσι και κάτι σου χρόνια, που συνήθισες πλέον τη βότκα και μπήκες στη φάση της μεγάλης καψούρας, πέρασες στο στάδιο του whiskey και του gin. Απαραίτητοι σύντροφοι στον νταλκά σου, παρέα με βαριά λαϊκά άσματα που ακούνε τα τίμια λαϊκά παιδιά που έχουν αγαπήσει και πληγωθεί. Κάποιοι τα προτιμούν σκέτα, γιατί πιστεύουν ότι έτσι δε μεθούν εύκολα, και κάποιοι άλλοι τα πίνουν ανακατεμένα με κάποιο αναψυκτικό (κόλα ή τόνικ συνήθως), κι ας ζαλιστούν ευκολότερα. Όσοι, ωστόσο, δεν πολυγουστάρουν τα μπαρ και τα κλαμπ κι επιμένουν λίγο πιο ελληνικά, καταπιάνονται με ρακές και τσίπουρα σε ουζερί και μεζεδοπωλεία ή με ημίγλυκο κόκκινο κρασί, ακούγοντας μπαγλαμάδες και κλαρίνο που πονάει.

Σε αυτό το σημείο και πλησιάζοντας στο κλείσιμο (μα γιατί, περνάμε τόσο ωραία με τα ποτά και τις αναμνήσεις) θα ξεφύγουμε απ’ τα οινοπνευματώδη και θα κάνουμε μια σημαντική μνεία στην εποχή που άρχισες να βγαίνεις σε καφετέριες, αλλά –μάντεψε– δεν έπινες καφέ! Λάτρευες την κρύα σοκολάτα με το πολύχρωμο καλαμάκι κι ίσως μπόλικη σαντιγί από πάνω, δροσερή κι απολαυστικότατη, μα δυστυχώς κάπου στην εφηβεία πέθανε στον βωμό του φρέντο εσπρέσσο, αν και κατά βάθος πάντα την είχες πιο ψηλά.

Ναι μεν είχε φοβερή γεύση και σου έδινε ενέργεια, αλλά δεν μπόρεσε να σου ανοίξει το μάτι όταν έτρεχες να δώσεις τα μαθήματα της εξεταστικής σου ή όταν χρειαζόσουν αρκετή καφεΐνη για να μπορέσεις να διαβάσεις μέχρι το ξημέρωμα. Όμως, επειδή σου λείπει αυτή η εποχή κι επειδή κάποιοι έχετε εθιστεί στον καφέ, τολμάτε πού και πού να παραγγείλετε ξανά μια κρύα σοκολάτα, ειδικά τα καλοκαιρινά απογεύματα που βγαίνετε για καφέ με τους φίλους σας και θέλετε να κοιμηθείτε κάπως το βράδυ, αποφεύγοντας τον 3ο ή 4ο καφέ της ημέρας σας. Και πολύ μου αρέσετε εσείς!

Γιατί σημασία δεν έχει ποιο ποτό ή ρόφημα αντικατέστησε ένα άλλο, αλλά το ότι περάσατε από όλα αυτά τα στάδια, με σχετικά ομαλή μετάβαση, και χαίρεστε που ζήσατε αυτά τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια. Είχατε κάτι να περιμένετε μεγαλώνοντας. Είχατε τη χαρά της ανακάλυψης του καφέ και του αλκοόλ και της γλυκιάς ενοχής, όταν πίνατε κρυφά απ’ τους γονείς σας. Δε βιαστήκατε να τα ζήσετε όλα πριν την ώρα τους κι είναι τιμή σας και καμάρι σας!

Συντάκτης: Ευτυχία Συντυχάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη