Φήμες λένε πως όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος παραξενεύει. Να δεις πόσες παραξενιές, που οδηγούν σε καβγάδες, περνάνε οι γονείς όσο μεγαλώνουν! Ναι, ομορφαίνουν, κάποιοι παχαίνουν, άλλοι όχι τόσο, έχουν κλείσει την αργυρή τους επέτειο και λατρεύουν να τσακώνονται για ιστορίες χλιαρής ως και μηδενικής συνήθως σημασίας, εμπλέκοντας κι όλα τα άλλα μέλη της οικογένειας, για να ανεβάσουν την ένταση και φυσικά να αποκτήσουν συμμάχους στα χωρισμένα τους στρατόπεδα. Αυτά τα τελευταία, τα μέλη της οικογένειας κι ειδικά τα παιδιά τους, άλλοτε τους κάνουν χάζι κι έχουν το χιούμορ και την υπομονή να γελούν με όσα ακούν και βλέπουν κι άλλοτε τους παίρνουν στα σοβαρά και στύβουν το μυαλό τους για να τους βρουν λύση ή τρόπο να ξεφύγουν απ’ όλο αυτό όταν οι γονείς τους κάνουν το μυαλό τους αχταρμά με τα ανόητα νάζια τους.

Κάποιες φορές ο πόλεμος ξεκινά από μια απλή βαρεμάρα του ενός απ’ τους δύο να ακολουθήσει τον άλλον σε μια οικογενειακή ή κοινωνική συγκέντρωση, ίσως ένα τραπέζι που τους κάλεσε κάποιος συγγενής ή ένας γάμος (λογικά παιδιού) ενός φιλικού τους προσώπου. Τα παιδιά τους συνήθως παίρνουν το μέρος του γονιού που βαριέται κι αποφεύγει όλες αυτές τις στημένες κοινωνικές υποχρεώσεις κι εκεί αρχίζει ο χαμός. «Τι θα πει η ξαδέρφη που μας κάλεσε και δεν πήγαμε;». «Τι θα πουν που δε θες να ‘ρθεις μαζί μου ούτε εσύ ούτε τα παιδιά μας; Θα μας πιάσουν όλοι στο στόμα τους. Αλλά, βέβαια, σαν τα μούτρα σου τους έχεις κάνει» κι η μουρμούρα θα δίνει και θα παίρνει.

Εννοείται πως θα γίνει και παράπονο στη γειτόνισσα και τη θεία που μένει από κάτω με απώτερο σκοπό να βρει συμμάχους να πάρουν θέση σ’ αυτή τη διαμάχη, για να καταλήξουν δέκα άτομα να διαφωνούν κι ο καθένας να λέει το μακρύ του και το κοντό του με όλο το σόι μπλεγμένο. Σχολιάζοντας, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σουρεάλ με διαχρονικές ατάκες όπως «εγώ στα έλεγα» ή «ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι» κι όλη αυτή η διαφωνία παίρνει στο τέλος μια μορφή πολιτικού debate για το ποιος έχει περισσότερο δίκιο -άδικο δεν έχει κανείς.

Φυσικά, ανάμεσα σε τέτοιους καβγάδες βρίσκουν αφορμή να σκαλίσουν και να θυμηθούν κι ό,τι τους πείραξε παλιά, κι ας έχουν περάσει χρόνια. Όπως εκείνη η φορά που κάποιος απ’ τους δυο πήγε διακοπές σε εκείνο το γραφικό νησί, χειμώνα καιρό, παρέα με φίλους κι όχι με το ταίρι, ως είθισται, κι άλλος έμεινε πίσω να μαγειρεύει ή να βλέπει ματς, σε ένα έρημο σπίτι. Κάτι τέτοια ακούνε τα ενήλικα πλέον παιδιά τους και κλαίνε απ’ τα γέλια που οι δικοί τους μπορούν να κάνουν ακόμη ζήλιες και παράπονα σαν νιόπαντρο ζευγαράκι.

Κλαίνε απ’ τα γέλια, αλλά προσπαθούν παράλληλα να κατευνάσουν και τα πνεύματα και να διώξουν και τα μούτρα των γονιών τους, γιατί εκτός απ’ το ότι δεν τους αρέσει να τους βλέπουν μαλωμένους, ξέρουν πως στο τέλος εκείνοι θα την πληρώσουν. Γιατί, όπως συχνά λένε, τα έχουν δώσει όλα τόσα χρόνια και τι κατάλαβαν, το «ευχαριστώ» ποιο είναι; Αχάριστα τέκνα, τι να πεις! «Αλλά θα γίνεις γονιός και θα καταλάβεις». Κλάμα!

Αξέχαστες είναι επίσης κι οι διαμάχες που αφορούν τις βόλτες του ενός και τις σπατάλες του άλλου, κυρίως στο σε σούπερ μάρκετ. Η υπερβολή για το «πόσα πράγματα αγόρασες για το σπίτι, δυο άνθρωποι είμαστε πια εδώ μέσα, δεν τα χρειαζόμαστε» παντρεύεται με την γκρίνια για τις συνεχείς ξεχωριστές εξόδους αμφότερων των συντρόφων και τα άσκοπα για κάποιους ψώνια σε είδη πολυτελείας ή διακοσμητικά.

Εννοείται πως θα τηλεφωνήσουν στα παιδιά τους για να παραπονεθούν για τον αδιάφορο σύντροφο που όλο βγαίνει μόνος ή για το σπάταλο που έφαγε όλη τη σύνταξη στο σούπερ μάρκετ και δε γίνεται να ‘ναι συνέχεια μαζί για τον προσέχει. Για να υποστηρίξει ο καθένας τη θέση του λέγοντας πως κουραστήκαν να ‘ναι όλη τη μέρα μαζί και φυσικά να πετάξουν και καρφάκια στα παιδιά σε στιλ «ε, κι εσείς δεν έρχεστε πια να μας δείτε» ή «δε βοηθάτε και καθόλου στα ψώνια και τις δουλειές του σπιτιού».

Όταν τους περάσουν τα μούτρα κι η διάθεση για καβγά, συνειδητοποιούν πως ωραία περνάνε και μόνοι τους και μια χαρά τις κάνουν τις δουλειές τους, αλλά τους λείπει κάτι. Αυτό το «κάτι» που έχει πρόσωπο, τους συντροφεύει τόσα χρόνια και το αγαπάνε πολύ, κι ας νευριάζει για άσκοπα έξοδα ή θέλει τον ελληνικό καφέ μερακλίδικο με πολλές φουσκάλες. Αντίστοιχα, τους έλειπε κι ένα γλυκό χαμόγελο κι αυτή η φωνή που γίνεται εκνευριστική όταν θυμώνει, αλλά που είναι και μέρος μιας ρουτίνας που δε θέλουν να χάσουν! Μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν με λίγα λόγια.

Για να μη βαριούνται, λοιπόν, κι ίσως γιατί κατά βάθος απολαμβάνουν αυτές τις εντάσεις, επιδιώκουν να προκαλέσουν μια ακόμη μίνι διαμάχη με κάποιο πικάντικο σχόλιο, για παράδειγμα, για την προχωρημένη ώρα που επέστρεψε το ταίρι τους στο σπίτι. Θα πουν στα παιδιά τους πως «σπίτι δεν έχει ο πατέρας σου (ή η μάνα σου αντίστοιχα) κι είναι όλη μέρα έξω;». «Όχι ότι τον/τη θέλω συνέχεια στα πόδια μου, αλλά δεν ενημερώνει κι ανησυχώ» θα συνεχίσουν. Και κάπως έτσι προχωράνε σε έναν φαύλο κύκλο με αγάπες, μικρούς τσακωμούς κι αδέρφια, ξαδέρφια, παιδιά στη μέση να προσπαθούν να τους τα βρουν.

Απλές καθημερινές στιγμές ελληνικής οικογένειας! Όλοι έχουν γνώμη για όλα κι όλοι πρέπει να την πουν, είτε τους ζητηθεί είτε όχι. Γονείς στη μέση ηλικία, κυριολεκτικά on fire, που έμειναν μόνοι σε ένα σπίτι που είχαν συνηθίσει γεμάτο κι επειδή δεν μπορούν να χωνέψουν πως τα παιδιά τους μεγάλωσαν κι έφυγαν μακριά τους, τρώγονται διαρκώς με τα ρούχα τους για να ‘χουν κάτι να ασχολούνται και μία ευκαιρία για να ανακατέψουν γιους και κόρες. Ε, με την ευκαιρία θα μπλεχτούν κουνιάδες και μπατζανάκηδες να πουν την άποψή τους.

Αν δε σου ‘χει συμβεί, θα σου συμβεί! Καλό κουράγιο και φρόντισε να ‘σαι πάντα σε ετοιμότητα με ποπκόρν και χαρτομάντιλα, για γέλια και για κλάματα!

Συντάκτης: Ευτυχία Συντυχάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη