Μέσω των αναμνήσεών μας βιώνουμε ένα έντονο συναίσθημα κάποιου γεγονότος, το οποίο σχεδόν ξαναζούμε. Αυτού του είδους οι διαδικασίες ονομάζονται υποκειμενική κι αντικειμενική μνήμη και μπορούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα η μια από την άλλη, σύμφωνα με μια μελέτη του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Οι αναμνήσεις τείνουν να εκδηλώνονται ως παραποιημένες αναπαραστάσεις των προηγούμενών μας εμπειριών. Αντ’ αυτού, οι εμπειρίες μας συνοψίζονται, τροποποιούνται και συμπυκνώνονται. Όμως εμείς δεν τις βιώνουμε έτσι ακριβώς.

Με την επαναφορά των αναμνήσεων έρχονται στην επιφάνεια συγκεκριμένες λεπτομέρειες, όπως ο χρόνος, το μέρος, τα πρόσωπα κι όλα αυτά πλαισιώνουν τη συγκεκριμένη ανάμνηση. Πρόκειται για μια συνηθισμένη διαδικασία του εγκεφάλου, που όμως δεν έχουμε σκεφτεί διεξοδικά. Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι αποφασίζουν βάσει της υποκειμενικής τους μνήμης, δηλαδή βασίζονται στα συναισθήματά τους για μια ανάμνηση. Επιλέγουν να εξιδανικεύουν συχνά τις αναμνήσεις που έχουν, είτε αυτές σχετίζονται με μια συγκεκριμένη στιγμή ή ένα πρόσωπο. Όπως επίσης, προτιμούν να επαναφέρουν θετικές αναμνήσεις του παρελθόντος, αφήνοντας απ’ έξω τ’ άσχημα συναισθήματα που πιθανώς είχαν βιώσει στο παρελθόν. Αυτό συμβαίνει διότι χρησιμοποιούν την υποκειμενική μνήμη αντί της αντικειμενικής. Επιλέγουν τη διαμόρφωσή της κι απορρίπτουν ασυνείδητα την ακρίβεια των γεγονότων.

Υπάρχουν δυο ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αφορά το πόσο καλά θυμάται κάποιος μια ανάμνηση, ενώ η δεύτερη το πόσο καλά νομίζει κανείς ότι τη θυμάται. Αυτές οι δυο κατηγορίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η λήψη αποφάσεων -στον μεγαλύτερο βαθμό- οφείλεται κυρίως στην υποκειμενική αξιολόγηση των δεδομένων μνήμης. Οι αναμνήσεις μας, πολλές φορές, είναι αναξιόπιστες καθώς δε βασίζονται σε ρεαλιστικά γεγονότα.

Για παράδειγμα, βγαίνοντας από μια σχέση, ο καθένας από εμάς και με το πέρασμα του χρόνου, επιλέγει να κρατήσει τις όμορφες στιγμές διαγράφοντας εξ ολοκλήρου όσα μας πλήγωσαν. Γι’ αυτό τον λόγο, μπορεί να είμαστε συχνά προκατειλημμένοι, σε σχέση με το πώς νιώθαμε στο παρελθόν κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ιδεατής ανάμνησης. Στην ουσία, πίσω από αυτή τη διαδικασία κρύβεται η ανάγκη των ανθρώπων να ωραιοποιούν κάθε βίωμα και κατ’ επέκταση να γράφεται μια νέα ιστορία στο μυαλό του καθενός.

Η αντικειμενικότητα δε συνάδει με τη μνήμη.  Κι ενώ, οι παρεμβολές δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του συνειδητού, αλλοιώνουν προς όφελός μας συγκεκριμένες αναμνήσεις, συναισθηματικές σχέσεις αλλά και ολόκληρες περιόδους ζωής. Είναι ένας μηχανισμός που στοχεύει στη συμπλήρωση των κενών μνήμης, χωρίς όμως να αποσκοπεί στην παραπλάνηση του ίδιου μας του εαυτού ή κάποιου άλλου. Αυτά τα κενά συμπληρώνονται σε πραγματικά γεγονότα με φανταστικές παραμέτρους, έτσι ώστε να δημιουργείται μια νέα ανάμνηση, η οποία δεν αποτελεί κάποιο βίωμα.

Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας είναι το πρώτο βήμα που μπορεί κανείς να κάνει, ώστε να διαχειριστεί καλύτερα την αντικειμενικότητα που ενυπάρχει στις αναμνήσεις του. Σκοπός μας θα έπρεπε να είναι η αυτούσια ανάμνηση, χωρίς να προσπαθούμε να τη διαμορφώσουμε στο μυαλό μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαντάζει η ιδανική ανάμνηση αλλά και η ιδανική σχέση. Το καλύτερο για εμάς είναι να θυμόμαστε τα γεγονότα των βιωμάτων μας ως έχουν.

Τις περισσότερες φορές αυτό που το καθιστά δύσκολο να θυμόμαστε αντικειμενικά όσα έγιναν, είναι η ανάγκη μας να αισθανθούμε κάτι όμορφο. Φτάνουμε σε σημείο να πλάθουμε στο μυαλό μας αναμνήσεις που αποκλίνουν κατά πολύ από τα πραγματικά γεγονότα της ζωής μας. Όμως, με την αποδοχή αυτής της πράξης, θα έρθουμε ένα βήμα πιο κοντά στο να μπορέσουμε να θυμόμαστε όσα έγιναν κι όχι όσα θα θέλαμε να γίνουν.

Συντάκτης: Μελίνα Κοσμίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου