Πίστεψέ με. Δε θα το κάνουν. Ξέρεις, όμως, για τι θα σε θυμούνται; Για όλα αυτά τα ίχνη, για όλα αυτά τα δείγματα που παρουσιάζεις ως τον εαυτό σου. Μα είναι «εσύ»; Όλη αυτή η συμπεριφορά που ξετυλίγεις, όλη αυτή η πορεία που επιλέγεις να χαράξεις, είσαι σίγουρος ότι είναι «εσύ»; Ή μήπως κάπου στη διαδρομή ξέχασες τον προορισμό σου;

Σε μια καλοκαιρινή συζήτηση, λίγο καιρό πριν, ένας φίλος μου το είχε πει: «Έχεις τη φωτιά μέσα σου, την έχεις. Κι αντί να τη σκορπίσεις απ’ τα μάτια και τα λόγια σου, την αφήνεις εκεί, να καίει τα σωθικά σου». Γιατί φοβάσαι. Γιατί έμαθες να συμβιβάζεσαι καλύτερα απ’ ό,τι έμαθες να μάχεσαι. Γιατί έχεις βάλει τη ζωή σου σε αναβολή. Και τα χρόνια περνάνε…

Μα, εσύ συνεχίζεις στο ίδιο μοτίβο κι ας αγνοείς ποιος σου το επέβαλε. Συνεχίζεις να φορτώνεις τις σκέψεις σου, την ψυχή σου, τον εαυτό σου με βάρη που αφήνεις για αύριο. Αύριο είναι η κατάλληλη στιγμή, λες. Αύριο θα γίνω «εγώ», θα βρω τη δύναμη και θα το κάνω. Γιατί έτσι σε έμαθε ο μπαμπάς σου, ο φόβος. Έτσι σου πήρε τη ζωή, μα σου έδωσε την αυταπάτη ότι θα έχεις τον έλεγχο.

Πώς το δέχεσαι αυτό; Πώς μπορείς και συμβιβάζεσαι με το μέτριο, με το λίγο, με το «ε, δεν έγινε και κάτι» ενώ μέσα σου ξέρεις ότι έπεται άλλη μια μάχη σκέψεων, για να βολέψεις κάπου ανάμεσα στα όνειρά σου, άλλη μια ήττα, άλλο ένα εμπόδιο, που σου έδωσες απλόχερα εσύ;

Σ’ αυτήν την ξέφρενη πορεία που ακολουθεί η ζωή, μην πλανάσαι ότι έχεις τον έλεγχο. Γεμίζεις τον εαυτό σου ακατάπαυστα με τόσες άλλες έγνοιες, τόσα «πρέπει» κι άλλα τόσα «δεν πρέπει», που στο δρόμο ξέχασες ποιος είσαι και γιατί ήρθες εδώ. Άφησες τον εαυτό σου εκεί, στην άκρη του δρόμου, να σε βλέπει να απομακρύνεσαι. Ο φίλος σου, ο φόβος, σου είπε ότι από εκεί είναι η ευτυχία, να πας, να τρέξεις να τη βρεις.

Δε μίλησες όταν έπρεπε να το κάνεις. Το άφησες για μετά. Δεν ύψωσες ανάστημα όταν το όφειλες στον εαυτό σου. Μα δεν αντέδρασες κι όταν σου έπαιρναν αυτά που με κόπο κατέκτησες. Κι ύστερα, παρέα με το φόβο σου, άρχισες να βασανίζεσαι μερόνυχτα. Αλλά σου έδωσε την απάντηση κι εσύ τη δέχτηκες. «Από αύριο, από αύριο θα κερδίζω ό,τι μου αξίζει».

Άκουσε, όμως. Μόνο αν βρεις τον εαυτό σου, θα ηρεμήσεις. Αν θες να ξεφορτωθείς τα ερωτηματικά που δεσπόζουν στο νου σου, αν θες να νιώθεις, αλλά και να είσαι στ’ αλήθεια «εσύ», μην αφήνεις αυτό που σε τρώει να χορτάσει. Βγάλε, επιτέλους, τη φωτιά που κρύβεις μέσα σου. Άναψε τη ζωή σου με πάθος, λούσε τη με πάθος, κάνε το πάθος σύμμαχό σου. Γι’ αυτό ήρθες εδώ.

Και τότε, θα το δεις κι εσύ, θα είσαι ευτυχισμένος, θα είσαι περήφανος. Γιατί δε θα έχεις πια δύο εαυτούς να παλεύουν, έναν κρυμμένο, μα αληθινό, μέσα κι έναν φανερό, μα «δείγμα», έξω. Θα τους έχεις συμφιλιώσει. Το πάθος σου θα τους έχει συμφιλιώσει. Αυτό είσαι εσύ. Ολόκληρος εσύ, όχι μισός και τότε θα είσαι έτοιμος να ζήσεις, να κατακτήσεις και να πετύχεις.

Ένωσε τα κομμάτια σου, μην τα σκορπάς. Αυτός είναι ο σκοπός σου. Να βρεις τον εαυτό σου εκεί έξω, να είναι ένα με τον «μέσα». Δε θα σε θυμούνται για τις σκέψεις σου. Μα, για τις φλόγες στις κόρες των ματιών σου, όταν θα κατακτάς τον κόσμο. Ειδάλλως, θα αφιερώσεις μία ζωή –τη δική σου και μοναδική– στο φόβο.

Κι όταν το συνειδητοποιήσεις, θα είναι αργά.

 

Συντάκτης: Γιώργος Καραβιώτης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη