Σίγουρα οι καρδιές όλων μας είναι γεμάτες πληγές. Κάποιες, ξεκίνησαν μεγάλες και με τον καιρό επουλώθηκαν, είτε εξαφανίστηκαν είτε απλώς μίκρυναν τόσο που δεν τις έβλεπε μάτι πια. Κάποιες άλλες παραμένουν όπως είναι, τραχιές, μεγάλες κι ανοιχτές, σαν να προσυπογράφουν τι έχει συμβεί, αλλά και για να μη μας επιτρέπουν ούτε στιγμή να χρησιμοποιήσουμε τη δικαιολογία πως ξεχάσαμε. Μένουν εκεί κι είναι αυτές που μας κάνουν πιο δυνατούς, ή καμιά φορά σκληρούς και φοβισμένους, σαν ζώο φάρμας, που κυκλοφορεί με ένα πόδι λιγότερο και κρύβεται απ’ τα θηράματα.

Αντίστροφα, εκείνοι που κατάφεραν και τις δημιούργησαν, είτε το ξεχνούν από ενοχές ή αμέλεια, είτε δημιουργούν ένα σαδιστικό καθρέφτισμα, σαν να  χρειάζονται οι ίδιοι, πια, φροντίδα. Μα το πιο τρελό της ιστορίας δεν είναι καν αυτό. Είναι πως ο άνθρωπος που πλήγωσαν, υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να τους προσφέρει αυτή τη φροντίδα, να τους χρυσώσει το χάπι, να δικαιολογήσει και να σταθεί δίπλα τους, λες και το δικαιούνται ως κάποιο προνόμιο. Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω πώς γίνεται οι άνθρωποι που πληγώθηκαν από τον άλλον, αντί να φωνάξουν και να θυμώσουν, ή έστω να απομακρυνθούν, προτιμούν να σιωπήσουν και θέτουν ως μοναδικό στόχο να νιώσει ο κακοποιητής τους λίγο καλύτερα. Είναι άλλο επίπεδο people pleaser αυτό, ακατανόητο, τραυματικό, βαθιά προβληματικό.

Όταν κάποιος μας πληγώνει για πρώτη φορά κι εμείς του χρυσώνουμε το χάπι, του χαϊδεύουμε την πλάτη, αμβλύνουμε λίγο τις γωνίες της συμπεριφοράς του, οι πιθανότητες έχουν δείξει ότι μόλις βρεθεί η ευκαιρία θα το κάνει ξανά, ηθελημένα ή άθελά του. Κι αυτό όχι γιατί απαραίτητα το εκμεταλλεύεται, ή ότι χρειάζεται να δείχνουμε τα δόντια μας κάθε φορά που κάποιος με σκοπό ή όχι μας πληγώνει. Όμως τα πράγματα είναι στ’ αλήθεια πολύ απλά. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να τρώμε ο ένας τη σάρκα του άλλου γιατί η βία γεννά βία -και ψυχολογική- έτσι αντίστοιχα κι η αδράνεια γεννά απάθεια. Άρα, αν δείξουμε ότι είμαστε καλά, τότε ορθώς θα το πιστέψουν και θα πάρουν μια άτυπη άδεια, για να πράξουν κάτι αντίστοιχο στο μέλλον.

Η καρδιά που πληγώνεται όμως και κανείς δεν τη φροντίζει, συνιστά μια πραγματικά δύσκολη περίπτωση. Αλλάζει σύσταση· αφού μαλακώσει τόσο που γίνεται πολτός, έπειτα σκληραίνει και δύσκολα ανοίγεται ξανά. Όποιος λοιπόν την πληγώσει από το σημείο εκείνο κι έπειτα, (φίλος, γονιός, αδερφός, σύντροφος ή κολλητός) θα βρει απέναντί του πια το φοβισμένο ζώο στο οποίο μετατράπηκε εκείνος ο -κάποτε- άφησε πολλά ξίφη να περάσουν από πάνω του, αμαχητί.

Γι’ αυτό λοιπόν, μην το παίζετε υπεράνω για χάρη κάποιας αγάπης. Εγωισμός είναι κι αυτό και μάλιστα στην πιο επίπονη μορφή του. Όταν σας πληγώνουν να μη χαϊδεύετε αυτιά, να μην το παίζετε δυνατοί κι ατρόμητοι, να μη χαρίζεστε σ’ εκείνους που σας πόνεσαν. Γιατί κάνετε κακό στον εαυτό σας, αλλά και στον άνθρωπο που σας πλήγωσε που δε θα καταλάβει ποτέ ή θα βολευτεί στην απουσία αυτοκριτικής του και θα το κάνει ξανά και ξανά και ξανά.

Οι καρδιές όλων είναι ευαίσθητες και καλό θα ήταν να μην τους φερόμαστε άσχημα. Ή ακόμα κι αν για κάποιο λόγο κατά λάθος αυτό γίνει, θα πρέπει να φερθούμε ανάλογα και να τις βοηθήσουμε. Να μην περιμένουμε από τον πληγωμένο μας άνθρωπο ν’ απαλύνει τις τύψεις μας, δε θα μας το κάνει εκείνος πιο εύκολο, δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Όπως άλλωστε, δεν είναι κι ο δικός μας να πληγώνουμε.

Συντάκτης: Μίκα Παντελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου