Έλα να μιλήσουμε για τις συνθήκες. Για το ιδανικό, για το επιτυχές, για το αξιομνημόνευτο. Έλα να μιλήσουμε για τη διασφάλιση. Ότι θα σε ξαναδώ. Ότι θα με ξαναδείς. Γι’ αυτό, άλλωστε, λέγεται πρώτο ραντεβού. Γιατί εξασφαλίζει ότι θα υπάρξει και δεύτερο. Κι ίσως πολλά περισσότερα. Μέχρι να μη χρειαζόμαστε ραντεβού. Μέχρι να γίνεις η συνήθεια που θα ονομάζω «ζωή».

Να βάλεις τα καλά σου. Συνολάκι αφόρετο ή συνολάκι δοκιμασμένο. Να αρωματιστείς. Να θέλω να πλησιάσω τον λαιμό σου. Να ‘σαι συνεπής. Να αναμένεις. Να προβλέψεις τον καιρό. Μη στάξει και μη βρέξει και τα σχέδια μουλιάσουν, μαζί τους κι εμείς. Να μου δώσεις το χέρι σου ή να το φυλάξεις στην τσέπη, γιατί είναι άβολες οι χαιρετούρες που ονειρεύονται να ‘ταν σφιχτές αγκαλιές.

Να φάμε αλλά ριψοκίνδυνες οι επιλογές. Να περπατήσουμε αλλά απρόβλεπτες οι αντοχές. Κι ίσως μας πληγιάσουν τα παπούτσια. Να μπορούμε να συζητήσουμε αλλά αμήχανες οι κουβέντες. Να το λήξουμε πριν γίνει υπερβολή. Πριν να μην έχουμε τίποτα άλλο να πούμε κι απλά μείνουμε στο «τα λέμε».

Έλα να μιλήσουμε για τις συνθήκες. Αυτές που διαλέγουν μόνες τους την ίδια τους τη φύση. Αυτές που υπολογίζουν αυτό που εσύ δεν προλαβαίνεις σχεδόν να συνειδητοποιήσεις. Κι υπάρχουν χωρίς να ενοχλούν. Χωρίς να εκβιάζουν αυτό που θέλει να προκύψει.

Έλα να μιλήσουμε για το κανένα ραντεβού. Γιατί γνωριστήκατε τυχαία κι ήταν αυτό μονάχα αρκετό, για να πάρετε την απόφαση που λέγεται «μαζί». Χρειάστηκε ένας καθυστερημένος κοινός φίλος, για να βρείτε μες στον χρόνο μερικά λεπτά μόνο για εσάς. Χρειάστηκε μια αδιάφορη κοινή παρέα, για να αποσπάσετε ο ένας την προσοχή του άλλου. Χρειάστηκε μια κοινή διαδρομή επιστροφής, για να πάρετε τους δρόμους και να μιλάτε ακατάπαυστα.

Για ποιο πρώτο ραντεβού να μιλήσουν εκείνοι που δε φορούσαν τα καλά τους; Που δε μοσχοβολούσαν υποσχέσεις; Που το ιδανικό ζούσε μόνο στις προσδοκίες τους; Που έβρεχε και δεν είχαν ομπρέλα για να διαφυλάξουν απ’ το λιώσιμο την ομορφιά τους; Που γουργούριζε από πείνα το στομάχι τους και δεν ξεχώριζαν τις πεταλούδες του έρωτα;

Για ποιο πρώτο ραντεβού να μιλήσουν εκείνοι που δεν είχαν στην τσέπη σκονάκι με ακαταμάχητες ατάκες; Που δεν είχαν προλάβει να σκεφτούν τι να δείξουν και τι να κρύψουν για να γίνουν αρεστοί; Εκείνοι πήγαν σπίτι τους κι έπεσαν στο κρεβάτι έκπληκτοι, γιατί η μοίρα τούς έδειξε πως διατηρεί τη βούλησή της. Εκείνοι απαξίωσαν μια για πάντα τις συνταγές.

Κι όπως ξεκίνησαν, έτσι συνέχισαν. Δίνουν απλά σημείο συνάντησης κι αφήνουν τη στιγμή να κάνει κουμάντο. Παίρνουν καφέ στο χέρι, τρώνε πρόχειρα ό,τι τραβάει η όρεξή τους και συζητούν. Δε στήνουν αυτά που έτσι κι αλλιώς είναι αναπόφευκτα. Δε βιάζονται με κανόνες να χειραγωγήσουν τις επιθυμίες. Δεν αναθέτουν στον προγραμματισμό να τους σώσει από τυχόν υπερβολές.

Κάποιοι λένε πως έτσι χαλά η σειρά. Πως οικειοποιείται γρήγορα αυτό που θα ‘πρεπε να διατηρεί με τύπους τις αποστάσεις. Για να παραμένει ποθητό, άγνωστο. Κι ίσως και να ‘χουν δίκιο. Ίσως πάλι κι όχι. Αυτό που είναι μαγικό, είναι πως ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θα ‘ταν διαφορετικό, αν είχες πράξει αλλιώς. Γιατί στον έρωτα, και στα πρώτα ή στα κανένα ραντεβού, δεν υπάρχουν πρόβες τζενεράλε. Οι πρωταγωνιστές βγαίνουν στο σανίδι κι ένα μόνο πρέπει να ‘χουν καλά αποστηθίσει· να ‘ναι ο εαυτός τους.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη