Πότε πρωτομαθαίνουμε, άραγε, να λέμε ψέματα; Πώς αντιλαμβανόμαστε ότι η παραπλάνηση είναι όπλο μας; Πώς το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» δίνει άφεση στις μικρές και μεγάλες μας αμαρτίες από κούνια; Δύο γονείς στέκονται απέναντι στα κατασκευάσματά μας. Και προσποιούνται τους ξεγελασμένους, όταν εμείς, τελικά, ξεγελάμε μονάχα τον εαυτό μας.

Ξεκινήσαμε από ‘κείνα τα αθώα «δεν το έφαγα εγώ», όταν στεκόμασταν μπροστά απ’ το άδειο βάζο με τις καραμέλες, το τελευταίο κομμάτι κέικ, το κρουασάν που προοριζόταν για τα αδέρφια μας και το γλυκό που θα σερβιριζόταν για τους καλεσμένους. Κι έδειξαν να μας πιστεύουν, όσο εμείς τους κοιτάζαμε με μπόλικη σοκολάτα πασαλειμμένη γύρω απ’ το στόμα μας και με όλα τα ψίχουλα ενοχικά σκορπισμένα στην μπλούζα μας.

Ήρθαν κι άλλες αποποιήσεις ευθυνών, με κάτι σπασμένα βάζα που τα γκρέμισε ο αέρας κι όχι η μπάλα που δεν επιτρεπόταν να παίζουμε στο σαλόνι, κάτι τετράδια που μας έκλεψαν οι συμμαθητές μας και που τυχαία είχαμε εργασίες να γράψουμε σε αυτά. Αργότερα ήρθε κι η παιχνιδομηχανή που τόσο ταίριαζε να κρυφτεί ανάμεσα στο ανοιχτό βιβλίο που, τάχα, διαβάζαμε και κανείς δεν καταλάβαινε ότι υπήρχε εκεί, κι ας φώτιζε μαγικά το πρόσωπό μας η οθόνη.

Και πόσες φορές δε μας έβαλε η μαμά για μεσημεριανό ύπνο κι εμείς ανοίγαμε τα μάτια μας μόλις έστριβε στο χολ. Ήμασταν οι άυπνοι άσοι στο να προσποιούμαστε τους κοιμισμένους. Θεέ μου, πόσο ταλέντο!

Με τα φλερτ ήρθαν κι άλλα ψέματα. Ήρθαν συνωμοσίες. Μιλημένοι οι κολλητοί να παρακαλέσουν τους γονείς μας να κοιμηθούμε σπίτι τους, για να ξημεροβραδιαστούμε με τους έρωτές μας. Λες και δε μοσχοβολούσε το σπίτι αρώματα και δεν είχαμε ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.

Και το κινητό; Που είχε πρόβλημα κι έμπαινε μόνο του στο αθόρυβο ή που έκλεινε από χαμηλή μπαταρία οποτεδήποτε; Και που δήθεν δεν εμφάνιζε τις κλήσεις των γονιών μας επιλεκτικά; Πόσο λογικό να παίρναμε πάντα εμείς ελαττωματικές συσκευές. Όχι; Και τα λεωφορεία που ποτέ δεν έρχονταν στην ώρα τους όταν έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι; Μα πόσο άτυχοι ήμασταν, τελικά.

Μεγάλα παιδιά, μεγάλα βάσανα, μεγάλα ψέματα. Μεγάλη κι η υπομονή εκείνων που έπρεπε να προσποιηθούν ότι τα πίστευαν. Γιατί άρχισαν τα αστραπιαία ταξίδια, ενώ τους αφήναμε να πιστεύουν πως απλά ξενυχτούσαμε εντός πόλης. Γιατί δανειστήκαμε το αμάξι του μπαμπά και καλά για μια κοντινή βόλτα, ενώ γυρίσαμε τον τόπο όλο. Κι ενώ συμπληρώσαμε τη βενζίνη για να μην το καταλάβει, εκείνος είχε μετρήσει τα χιλιόμετρα και μας άφησε να απολαύσουμε τη φυγή μας.

Κάποτε ως φοιτητές είπαμε ψέματα πως διαχειριζόμασταν σωστά τα χρήματα του μήνα κι ας είχαμε μείνει με ελάχιστα απ’ τη δεύτερη εβδομάδα. Και κάπως μαγικά, μερικά σωτήρια ευρώ εμφανίζονταν στον λογαριασμό μας ή εξτρά τάπερ κατέφταναν με το ΚΤΕΛ. Είπαμε «θα γυρίσουμε σπίτι στις γιορτές» κι η μαμά το πίστεψε τόσο που δεν έβαλε καν σερβίτσιο για εμάς στο γιορτινό τραπέζι. Κι εμείς αγωνιωδώς προσπαθούσαμε να μπαλώσουμε το «τελικά, δε θα μπορέσω να έρθω» για να μη γίνει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος.

Για να μη μιλήσουμε για εξεταστικές και μαθήματα. Σίγουρα πίστεψαν πως κάθε φορά που φεύγαμε απ’ το σπίτι πηγαίναμε όντως για διάβασμα. Κι επίσης σίγουρα πίστεψαν πως περάσαμε όλα τα μαθήματα που είπαμε ότι περάσαμε. Και φυσικά κατανόησαν πως άδικα μας έκοψαν κάποιοι καθηγητές. Μα πώς τόλμησαν να αδικήσουν τέτοιους συνεπείς φοιτητές;

Και τα χρόνια πέρασαν. Κοιτάς πίσω και χτυπάς με τα χέρια σου το κεφάλι σου συνειδητοποιώντας πόσο ελάχιστα πειστικός ήσουν και πόσο ανεκτικοί υπήρξαν εκείνοι οι γονείς. Κι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Κάποια ψέματα τα δέχτηκαν για να μη σου χαλάσουν την ιδέα ότι κάνεις κρυφά το κομμάτι σου. Κάποια άλλα, όμως, τα δέχτηκαν, γιατί έπρεπε να πέσουν ήρεμοι για ύπνο και να τα αφήσουν να περάσουν με τον καιρό. Γιατί μερικά ψέματα αντέχονταν ευκολότερα απ’ τις αλήθειες που έκρυψαν. Για σκέψου το.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη