Τον βαρεθήκαμε τον τίτλο «drama queen -και king αντίστοιχα, γιατί όχι; Ταίριαζε σε εκείνες τις εποχές της ζωής μας που κάναμε το τόσο τόσο, που η υπερβολή λύτρωνε τη βαρετή καθημερινότητά μας κι έδινε λύση σε εκείνη την απορία: «Όλα πηγαίνουν τέλεια. Τώρα με τι να ασχοληθώ;».

Πρωτογεννήθηκε σε εκείνα τα απογεύματα στο σπίτι τις γιαγιάς, όπου κάτι μεταγλωττισμένες βραζιλιάνικες σαπουνόπερες είχαν την τιμητική τους. Και κάτι «αχ» και κάτι «βαχ», με τα καλοχτενισμένα μαλλιά των βραζιλιάνων καλλονών να πετάγονται πότε δεξιά και πότε αριστερά, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας.

Κλάψαμε κι ουρλιάξαμε για δώρα που δεν πήραμε, για φλερτ που δεν έγιναν οι έρωτες της ζωής μας –όχι ότι είχαν εξ’αρχής τη δυνατότητα να γίνουν, αλλά τέλος πάντων–, για τσακωμούς που διήρκεσαν μέρες κι εβδομάδες επειδή αγοράσαμε την ίδια μπλούζα, ενώ εμείς την είδαμε πρώτοι στη βιτρίνα κι επειδή το φάουλ στο ματς δεν ήταν όντως φάουλ -ή ήταν, δε συμφωνήσαμε ποτέ.

Καλή η εποχή που αναδεικνύαμε το υποκριτικό μας ταλέντο, αλλά έγινε λιγάκι «πασέ» κι είπαμε να μεγαλώσουμε. Καλά τα σανίδια και τα δράματα, αλλά πνίγηκαν μέσα σε εκείνα τα ελκυστικά «δικά μου» του κόσμου των μεγάλων. Τα «δικό μου αυτοκίνητο», «δικό μου σπίτι», «δικά μου λεφτά» έγιναν ισχυρά κίνητρα κι απασχόλησαν το μυαλό μας απομυθοποιώντας τα άλλοτε δήθεν σοβαρά θέματα της εφηβικής ζωής μας.

Και κάπου εκεί ήρθες εσύ. Κι έγινες πρωτοσέλιδο, έγινες πρώτο θέμα, επισκίασες κάθε άλλη είδηση, μπήκες στη ζωή μας, στο σπίτι μας, στο μυαλό μας. Απροσκάλεστη, όπως πάντα. Έτσι είσαι εσύ.

Σου παίρνει χρόνια να έρθεις, αλλά σαν φτάσεις είναι πια αργά. Και μη γελιέσαι, το όνομά σου δεν είναι ελληνικό. Γιατί εσύ δεν κρίνεις. Εσύ μόνο μαζικά και καθολικά καταστρέφεις, ισοπεδώνοντας χωρίς κανένα κριτήριο όσα χτίσαμε ήδη κι όσα δε χτίσαμε ακόμα. Και δε σου ζητήσαμε ποτέ τον λόγο, γιατί ποτέ δεν ξέραμε πού να σε βρούμε.

Βολευτήκαμε με το αμάξι του μπαμπά, κάναμε κάτι σοφίτες, υπόγεια κι αποθήκες, χώρους διασκέδασης κι απομόνωσης και στριμώξαμε τις επιθυμίες σε διψήφια βδομαδιάτικα χαρτζιλίκια. Μάθαμε πως μας ειρωνεύτηκες κιόλας για κάποιες κυριακάτικες μπίρες στο μπαλκόνι με κάτι φίλους και για εκείνες τις μονοήμερες εκδρομές με το σακίδιο στην πλάτη· ότι και καλά δεν τα χάσαμε όλα, έχουμε ακόμα.

Ξέρεις τι χάσαμε; Χάσαμε τον εαυτό μας! Χάσαμε την παιδικότητά μας ανάμεσα σε κείνους τους παραφουσκωμένους λογαριασμούς στον πάγκο της κουζίνας. Χάσαμε το κέφι μας σε εκείνες τις περιστασιακές κι ανώφελα καταπονητικές δουλειές. Χάσαμε την αυτοεκτίμησή μας σκύβοντας το κεφάλι σε κάθε «δεν μπορώ, δεν έχω λεφτά».

Κλάψαμε, για τα όνειρά μας που πήγαν στα χαμένα κι απλά ξοδέψαμε τα δάκρυά μας. Πετάξαμε το κινητό με δύναμη στο πάτωμα, γιατί ποτέ δε μας δέχτηκαν στην πολυπόθητη δουλειά των τριακοσίων ευρώ -κι απλά μείναμε χωρίς κινητό. Ήπιαμε, ήπιαμε πολύ, γιατί απελπιστήκαμε που δε βρήκαμε βοήθεια πουθενά· και ξυπνήσαμε απλά με έναν ακόμα πονοκέφαλο. Είδαμε τον πατέρα μας να ξαγρυπνάει καπνίζοντας στο μπαλκόνι, για όλα αυτά που δεν μπορούσε να μας δώσει και την μάνα μας να μετράει τα ψιλά, για να δει αν θα βγει ο μήνας.

Κρίση, άκουσε μια ιστορία απ’ τα χρόνια που δεν ήσουν εδώ. Όταν ήμασταν μικροί, χοροπηδούσαμε στο χιλιοταλαιπωρημένο στρώμα στο υπνοδωμάτιο των γονιών μας. Μας έδινε την αίσθηση ότι ψηλώσαμε, ότι ήμασταν μεγάλοι. Κι όπως χοροπηδούσαμε, τρισευτυχισμένοι που φτάναμε με τα ακροδάχτυλά μας το φως στο ταβάνι, φωνάζαμε: «Μαμά, όταν μεγαλώσω θα γίνω γιατρός, για να μην πονάει ποτέ κανείς. Ή όχι, όχι, θα μαθαίνω γράμματα στα παιδάκια. Ή καλύτερα θα γίνω αστροναύτης, να πάω στο φεγγάρι». Κι η μαμά γελούσε κι ένιωθε περήφανη. Και τα χρόνια πέρασαν.

Αλλάξαμε εμείς, αλλάξαμε και στρώμα.  Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Ήρθες εσύ και δε γίναμε γιατροί κι ο κόσμος πονάει. Ήρθες εσύ και δε γίναμε δάσκαλοι και δε μαθαίνουμε γράμματα στα παιδιά. Ήρθες εσύ και το φεγγάρι το βλέπουμε μόνο μέσα απ’ την αιθαλομίχλη. Και στο στρώμα δε χοροπηδάμε πια, γιατί αν χαλάσει, δεν έχουμε λεφτά για καινούργιο.

Υπάρχει όμως κάτι που δεν ξέρεις. Τώρα ψηλώσαμε στ’αλήθεια και δε χρειάζεται να ανεβούμε στο στρώμα για να φτάσουμε το φως στο ταβάνι. Μπορεί να μας στέρησες πολλά και να μας πόνεσες, αλλά μάθαμε να μπορούμε και χωρίς αυτά. Και θα ανακάμψουμε. Γιατί εσύ μπορεί να κοιμάσαι ήσυχη με εκείνο το αίσθημα του νικητή και στο στρώμα σου να μην ακούστηκαν ποτέ οι παιδικές φωνές μας, περίμενε όμως και θα δεις πως οι τωρινές φωνές μας θα σου γίνουν εφιάλτες!

 

Επιμέλεια Κειμένου Εβίτας Λυκούδη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη