Υπερβολή στον φρέσκο έρωτα. Πηγαία κι ασυγκράτητη. Παράλογη κι ασυμβίβαστη. Κραυγαλέα. Ανίκανη να κρυφτεί, ξέρεις, σαν τον βήχα. Σεργιανίζει και τραβά τα βλέμματα, σταυρώνοντας παράλληλα τα δάχτυλά της -μην την πιάσουν οι κακές γλώσσες και ματιάσουν την ευτυχία της. Αποπειράται να εκλογικευτεί, τοποθετώντας τις σκέψεις τις σε κουτάκια κανονικότητας. «Είναι πολύ νωρίς». Η πρόταση που επαναλαμβάνει, αλλά δεν πείθει τον εαυτό της. Γιατί όποιος κατάφερε να μετρήσει τον χρόνο στον έρωτα, μάλλον δεν ήταν, τελικά, ερωτευμένος.

Και ξεφεύγει. Ξεφεύγει από αυτά που οι άλλοι προστάζουν ως πρέποντα, ως ασφαλή. Και γίνεται αντικείμενο λατρείας ή κοροϊδίας. Αλλά αυτό το μαθαίνει τελευταία, γιατί μέχρι τότε εθελοτυφλεί. Το ζει. Και δε βιάζεται να μακαρίσει πριν το τέλος. Πέφτει με τα μούτρα σε αυτό που στο παρόν μοιάζει πρωτόγνωρο, κι ας ξέρει πως στο παρελθόν έχει υπάρξει ωραιότατη κατ’ επανάληψη ψευδαίσθηση.

Τάζει και τάζεται. Με κουβέντες φουσκωμένες με μπόλικο αέρα ή με σκέψεις. Βουβές, κρυφές, τετραπέρατες. Σχεδόν τρομακτικές. Αδύνατες να ισορροπήσουν, τόσο ικανές να θεριέψουν. Στο μυαλό εκείνου που βιάζεται να πειστεί ότι βρήκε το ιδανικό, τα όνειρα τρέχουν να μπουν σε σειρά. Καταπιεσμένα από πρώην αποζητούν την προοπτική στους νυν.

Η υπερβολή στον φρέσκο έρωτα μιλά για μοναδικότητες. «Ποτέ ξανά δεν ένιωσα τόση ευτυχία.», «Είσαι τα πάντα για ‘μένα.», «Δε ζω χωρίς εσένα.», «Δεν πίστευα ότι υπήρχες.». Ανάμεσα σε επτά δισεκατομμύρια περηφανεύεται ότι βρήκε τον ένα. Και βιάζεται να υποδηλώσει κτήση. «Σου ανήκω.», «Θέλω να μείνεις για πάντα εδώ.», «Δε θέλω να γνωρίσω κανέναν άλλον. Δε θέλω να υπάρξει άλλος μετά από ‘σένα.»

Βιάζεται να χαρακτηρίσει το τυχαίο μοιραίο. «Ό,τι κι αν γινόταν, ήταν γραφτό να σε γνωρίσω.», «Γιατί άργησες τόσα χρόνια;». Και συγκρίνει για να αποδείξει στον εαυτό της τη σπανιότητα. Βάζει τα παλιά δίπλα στα καινούρια και κυκλώνει τις διαφορές. Μιλά με συγκριτικούς κι υπερθετικούς. Πιο καλοί, πιο σοβαροί, πιο έξυπνοι. Οι πιο κατάλληλοι. Οι πιο όμορφοι. Οι νυν κερδίζουν κατά κράτος. Κι αφού διασφαλίσει το ανεπανάληπτο, κάνει σχέδια. Νικά με το μυαλό αυτά που στον κόσμο των ανθρώπων αργούν να έρθουν.

Φαντάζεται αιωνιότητες. Το «για πάντα», απροσδιόριστα τέλειο κι ανακουφιστικά ατελές, ταιριάζει σε κάθε σκέψη της. Κι ενώ ακόμη μετράει ραντεβού, στο μυαλό της ανοίγει σπίτι. Γωνιακός καναπές να τους χωράει αγκαλιά. Ημίδιπλο κρεβάτι να μη χάνονται στις άκρες. Μπουρνούζια, σετ κούπες, ασορτί πιτζάμες. Όχι τηλεόραση στην κρεβατοκάμαρα. Σκοτώνει τον έρωτα. Στο κουδούνι δύο ονόματα.

Δύο και στη ληξιαρχική πράξη γάμου. Να γίνουν κουμπάροι οι κολλητοί. Να γίνει σε σημαδιακή ημερομηνία. Να χορέψουν μπλουζ το τραγούδι τους. Να κορνιζάρουν φωτογραφία στο πάσο της κουζίνας. Να πάνε ταξίδι του μέλιτος σε νησιά που δεν ξέρουν πού πέφτουν στον χάρτη. Απλά ακούγονται ωραία.

Κατοικίδιο. Το πρώτο τους παιδί. Να γίνουν κατά κάποιον τρόπο οικογένεια. Να αποκτήσουν το αίσθημα της κοινής ευθύνης, του αδιάσπαστου. Να μην περνά απ’ το μυαλό τους η διαίρεση. Μονάχα πολλαπλασιασμός. Και να γεμίσουν έτσι τα δωμάτια με παιδιά, να μη χωράει κανείς ξένος στο πενταθέσιο αυτοκίνητο. Να παίζει στο ραδιόφωνο «Εδώ Λιλιπούπολη». Να τους δώσουν ονόματα των γονιών ή τυχαία, γουστόζικα. Τις Κυριακές να ψήνουν pancakes και να αλευρώνονται ομαδικώς.

Η υπερβολή αποκοιμιέται μόνη στον καναπέ. Ξυπνά μες στη νύχτα και στον αυτόματο πιλότο φτάνει μέχρι το κρεβάτι. Χωρίς ασορτί πιτζάμες.  Με κάτι τρύπιες φόρμες και μπλουζάκι αναμνηστικό από μια συναυλία που δε θυμάται καν. Από ταξίδια, θα πάει μάλλον για Πάσχα στο χωριό κι από παιδιά, έχει τις γειτόνισσας που τα βράδια έχουν έφεση στα λαϊκά. Κι έχει και μια μεταμεσονύκτια λιγούρα για pancakes.

Κι ο έρωτας περνά, βλέπεις, απ’ το στομάχι.
Και μερικές φορές σου πέφτει λιγάκι βαρύς.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη