Δημόσιοι χαβαλετζήδες. Οι χιουμορίστες δημαγωγοί της σύγχρονης εποχής. Έχουν βήμα που λέγεται δημοφιλής εφαρμογή κι έχουν λόγο. Μπόλικο λόγο. Για όλους και για όλα και κυρίως για όσα πουλάνε. Επικαιρότητα, μόδα, πολιτική, κουτσομπολιό, τεχνολογία. Η ζωή τους μοιάζει με μοντέρνα παρωδία. Σαν εκείνοι να μην έχουν προβλήματα. Σαν εκείνοι να έχουν τον τρόπο όλα να τα μετατρέπουν σε σχετικά κρύα ανέκδοτα που με λίγο εφέ, λίγο μοντάζ και λίγο ύφος σε παρασύρουν να γελάσεις. Και κυρίως να κολλήσεις.

Κερδίζουν σε δημοτικότητα, κερδίζουν σε χρήμα. Εταιρίες που λανσάρονται έμμεσα ή άμεσα σε βίντεο, φωτογραφίες, ατάκες και στα γνωστά giveaways με followers και subscribers να παλεύουν με likes, follow, tags, shares κι άλλα τέτοια σύγχρονα όπλα για να κερδίσουν κάτι χρήσιμο ή μη αλλά σίγουρα πολυπόθητο. Και για να το θέλουν κι οι άλλοι, τέλος πάντων, κάτι θα ξέρουν. Ή μήπως όχι;

Λατρεύονται σαν σταρς του σινεμά, αποθεώνονται σαν ρόλοι. Έχουν προσωπικότητα τεχνητή ή φυσική κι επηρεάζουν τα πλήθη. Όλοι μιλούν για εκείνον που ψευδίζει, που βρίζει, που σηκώνει φρύδι, που χορεύει ξεκούρδιστα, που τραγουδά παράφωνα, που μιμείται, που τρομάζει εύκολα, που προσποιείται, που μεταμφιέζεται. Τους συζητούν στις παρέες τους, τους στέλνουν inbox, τους κοινοποιούν, αναφέρονται σε αυτούς σαν να τους ξέρουν, γιατί μπαίνουν ευπρόσδεκτα στη ζωή τους.

Μεταξύ τους; Αλληλοσχολιάζονται. Μια σχέση μίσους και πάθους, αντιζηλίας, ανταγωνιστικότητας κι αλληλοεξάρτησης. Γιατί θέλοντας και μη μοιράζονται αυτό που δεν μπορούν να ρισκάρουν να χωρίσουν: ακόλουθους. Ενώνονται και γίνονται τάση, γίνονται μόδα. Στέλνουν πακέτο τους φανς ο ένας στον άλλο κι έτσι τους κρατούν προσκολλημένους στο δικό τους τρόπο επιρροής.

Είναι σαν πολιτικό κόμμα με κοινούς σκοπούς και κοινά κέρδη. Με κοινό πλάνο και κοινές πεποιθήσεις. Λένε αυτά που οι άλλοι θέλουν να ακούσουν κι απ’ την υπερβολή φτιάχνουν κέφι. Σαν ένα αλλιώτικο μεθύσι που κάνει κεφάλι κι ύστερα όλα τα προβλήματα εξομαλύνονται στην αίσθηση που περιγράφεται ως «χαλαρά».

Στριμώχνονται ανάμεσα στην μπάρα με τα stories, μπερδεύονται ανάμεσα σε κατεβατά με κοινοποιήσεις και σκορπούν ατάκες. Δεν περνά μέρα χωρίς να μοιραστούν τη γνώμη τους, τη ζωή τους ακόμα και το πρόσωπό τους με μια διαφορετική γκριμάτσα, με μια αηδία, μια όρεξη, μια κούραση αποτυπωμένη σουρεαλιστικά.

Κοροϊδεύουν συνήθως τους «άλλους», τους ποζαριστούς, τους μοντελικούς. Εκείνους που ταξιδεύουν πρώτη θέση, που ξημερώνονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη, που πίνουν ακριβές βότκες, που μακιγιάρονται περίτεχνα, που γυμνάζονται ακατάπαυστα. Στην πραγματικότητα, όλοι μαζί σαμποτάρουν την άλλη μισή μερίδα της πίτας που πουλάει πολύ: την πολυτέλεια. Κι έτσι, σαν προεκλογική καμπάνια, τρέφουν οι μεν τους δε σε ένα debate δίχως τέλος, με τους ψηφοφόρους να ταυτίζονται, να φανατίζονται και να υποστηρίζουν.

Πού τελειώνει αυτό; Πουθενά. Μα, άλλωστε, αυτός είναι ο σκοπός τους. Να έχουν μόνιμα λόγο ύπαρξης. Να μην περάσει η μπογιά τους. Να είναι πάντα αρεστοί και πάντα κεφάτοι. Με ακούραστες δόσεις ενέργειας βρίσκουν κάτι αστείο στους πολιτικούς, στους δημοσιογράφους, στους περαστικούς, στα φαγητά, στα ξενύχτια, στους έξυπνους, στους χαζούς, στους δήθεν. Γίνονται μάζα για να διαφέρουν. Όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος του.

Ό,τι χρειάζεται για να πείσουν πως αυτό που έχουν εκείνοι δε θα το βρουν οι χρήστες στους άλλους. Κι έτσι πορεύονται. Με ένα διαρκές κέφι, ένα μόνιμο ανέκδοτο και μια χαζομάρα που έγινε τάση κι ήρθε για να μείνει. Με το «έτσι θέλω».

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη