Νόμιζα πως όλα τα ‘χα σε τάξη. Μέσα μου κι έξω μου. Τα πράγματά σου όλα σε κούτες, κλεισμένες ασφυκτικά με πολλά περάσματα ταινίας και τις μνήμες σου όλες υποβιβασμένες στην αξία που τους πρέπει, για να μη σημαίνουν τίποτα πια για μένα. Και ζούσα καλά μ’ αυτό. Ή επιβίωνα τέλος πάντων, μέχρι να κολλήσω κάπως τα σπασμένα που έμειναν πίσω σου, ώστε αυτό να ξαναλέγεται «ζωή».

Βγήκα. Κι ήπια. Και φλέρταρα. Και δούλεψα. Και διασκέδασα. Με φίλους ή χωρίς. Και πίστεψέ με, δεν ήσουν πουθενά. Δεν ήσουν σε καμιά απ’ τις γουλιές που ζάλιζαν λίγο κι άλλο λίγο το κεφάλι μου. Δεν ήσουν στα πρόσωπα εκείνων που δεν ήταν εσύ. Δεν ήσουν στην πίεση της δουλειάς. Δεν ήσουν στα γέλια. Δεν ήσουν ούτε στα κέφια ούτε στις ακεφιές. Ήσουν εκεί που, άλλωστε, εσύ κι εγώ είχαμε διαλέξει να είσαι. Στο παρελθόν. Αυτό νόμιζα πως ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε καταφέρει εμείς οι δυο να πετύχουμε ποτέ.

Κι απλά χθες έπεσα για ύπνο. Ήταν ένα βράδυ όπως όλα. Ζέστη ή κρύο, σχετικά νωρίς ή ξημερώματα, μετά από πολλά ή μετά από τίποτα ιδιαίτερο, απλώς ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ξέρεις, εκεί που είχαμε ξαπλώσει τόσες φορές μαζί. Με εκείνο το λευκό ταβάνι από πάνω μου, που κάποτε είχε υπάρξει ψυχοπλακωτικό. Ήταν ο καμβάς μας, θυμάσαι; Είχαμε ζωγραφίσει πάνω του χίλια δυο όνειρα και σχέδια, ενώ σε είχα αγκαλιά. Μη σε νοιάζει, όμως. Είχε ξαναγίνει ένα απλό, αδιάφορο ταβάνι. Απλό κι αδιάφορο όπως εσύ.

Και κοιμήθηκα. Αλλά εκείνα ξύπνησαν, γαμώτο. Εσύ ξύπνησες! Φοβόμουν ότι θα εμφανιζόσουν στην κουζίνα να φτιάχνεις τον καφέ σου, στο αυτοκίνητο να μου χαϊδεύεις το χέρι, στο κινητό να μου στέλνεις πως σου έλειψα, στα σεντόνια να μου δίνεσαι και πάλι. Κι εσύ ήρθες στον ύπνο μου. Ήρθες εκεί που νόμιζα πως δε χρειαζόταν να σε φοβάμαι. Σ’ αυτές τις έξι, οκτώ, δέκα ώρες που μπορούσα να νιώθω ασφαλής  στο ίδιο μου το κεφάλι.

Ήσουν ο ίδιος άνθρωπος. Πριν τους καβγάδες, που δεν έβγαζαν πουθενά. Πριν τα κλάματα, που δεν ξέραμε πώς να τα στερέψουμε. Πριν τις ζήλειες, που μας  χώρισαν οι ίδιες τελικά κι όχι κανένας τρίτος. Ήσουν αυτός ο άνθρωπος που ήταν κάποτε κοντά μου κι ήθελα να μείνω κι εγώ κοντά του για πάντα ή για όσο γίνεται πιο πολύ. Σε ονειρεύτηκα όπως σ’ ερωτεύτηκα.

Κι αν αυτός ο έρωτας ζει μες στο όνειρό μου, μήπως ζει και στην ψυχή μου; Μήπως δε μου έχεις τελειώσει; Μήπως βιάστηκα να πω πως μου τελείωσες, απλώς γιατί ήμουν πολύ δειλή, για να σε διεκδικήσω και πάλι; Ή πολύ δειλή, για να παραδεχτώ ότι μέσα μου ζει μόνο του αυτό που υποτίθεται πως θα ζούσαμε μαζί;

Σε προσπέρασα, δε σε ξεπέρασα. Κι απλά δε γύρισα ποτέ το κεφάλι μου, γιατί ήξερα πως στέκεσαι πίσω μου ακόμη. Γι’ αυτό και δε βρήκα ποτέ τη δύναμη να πετάξω την κούτα ή να τη στείλω στη διεύθυνσή σου. Γι’ αυτό κι απέφευγα εκείνον τον δρόμο που είχες φωνάξει πως μ’ αγαπάς άπειρα, για να αντηχήσει στο σύμπαν. Γι’ αυτό και το στέκι μας έγινε άγνωστο μέρος για μένα. Γι’ αυτό και δεν έκανα ποτέ τη διαδρομή που πήγαινε απ’ το σπίτι μου στο δικό σου.

Δεν ξεπερνιούνται έτσι οι άνθρωποι. Έγινες φοβία, γιατί ήσουν ακόμη επιθυμία. Και ξύπνησα. Κι έχω μείνει ακόμη εκεί. Στα σεντόνια που δε λένε να ξεπλύνουν το άρωμά σου. Με άδεια τη μεριά του κρεβατιού που έλεγες μεριά σου. Με το σταματημένο ρολόι στο κομοδίνο, που του είχες βγάλεις τις μπαταρίες, γιατί δεν ήθελες να τελειώσει η νύχτα. Με τις κουρτίνες τραβηγμένες και τα παντζούρια ανοιχτά, γιατί σ’ άρεσε να βλέπεις έξω. Με τα ρούχα μας πεταμένα στο πάτωμα, γιατί είχαμε ανάγκη να γίνουμε ένα.

Γιατί ξύπνησα; Για να συνειδητοποιήσω πως λείπει, στ’ αλήθεια, αυτό που μου λείπει τόσο; Γιατί κοιμήθηκα εξ αρχής; Για να ζωντανέψω για λίγο αυτά που είναι όλα τους γύρω μου κι είναι και πάλι νεκρά;

Όχι. Κοιμήθηκα, για να το ονειρευτώ και ξύπνησα για να το ζήσω. Ετοιμάσου. Έρχομαι να σε βρω.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη