Κλείνοντας το βράδυ μου ή μάλλον ξεκινώντας το, αποφάσισα να πω δυο λόγια για εσένα. Είναι χαμένα λόγια κάτω από λέξεις που πρέπει να εξερευνήσεις με κόπο γιατί μόνο τότε θα αποκτήσουν αξία. Τραβάω λοιπόν μια τζούρα από το τσιγάρο μου και ξεκινάω.

Κάθεσαι στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με κοιτάς σηκώνοντας το ποτήρι σου να πιεις. Ο καπνός από το τσιγάρο που φυσάς σαν να χορεύει με την ανάσα σου καθώς το βλέμμα σου καρφώνεται πάνω μου ρουφώντας την εικόνα μου. Τα μάτια σου με τρώνε την ώρα που τα δικά μου τρέχουν πάνω σου με μανία να ρουφήξουν κάθε εικόνα της στιγμής που τόσο με ευχαριστεί. Έχεις αυτό το ειρωνικό χαμόγελο που πάντα στολίζει το πρόσωπο σου όταν με κοιτάς χωρίς να βγάζεις μιλιά.

Μου ζητάς να έρθω να καθίσω δίπλα σου και εγώ αρνούμαι κι ας αποζητάω την μυρωδιά σου όσο τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή. Αρνούμαι γιατί δε θέλω να σπάσω την γραμμή που ενώνει τα βλέμματα μας. Τόσο ευθεία και τόσο καθαρή. Μέχρι που με ρωτάς τι σκέφτομαι, γιατί σε κοιτάζω τόσο έντονα. Μα πώς να σου απαντήσω σε κάτι τέτοιο;

Πώς να σου εξηγήσω, αυτό που λένε, ό,τι είναι αδύνατο κανείς να μείνει ατάραχος μπροστά στην ευτυχία. Στην αγκαλιά στην οποία πίστευες ότι ίσως και να πνιγώ, εγώ κούμπωσα. Οπότε θα μείνω εδώ να με κοιτάς και εγώ να νιώθω παντοδύναμη. Γιατί είτε έχεις φύγει, είτε είσαι εδώ, είτε θα ξανάρθεις εγώ σε ένα σημείο σταματάω το χρόνο. Εκεί που κατάλαβα πως μου έμαθες να ερωτεύομαι τους ανθρώπους, μου έμαθες να ερωτεύομαι τους φίλους μου, την οικογένεια μου, τον εαυτό μου. Να ερωτεύομαι τη μέρα και τη νύχτα. Να σακατεύομαι και μετά να τρέφομαι από την ίδια μου την πληγή. Να φθείρομαι και να υποφέρω παλεύοντας να αποκτήσω από πού τόσο επιθυμώ. Να τσαλακώνομαι και να διαλύομαι για αυτά που αγαπώ. Μου έμαθες να ζω.

Ένιωσα πώς είναι να αποζητάς ένα άγγιγμα όσο τίποτα άλλο, ένα βλέμμα, την ένωση της σάρκας. Να χάνεις το μυαλό σου μέσα σε παράλογες σκέψεις και να το επαναφέρουν μόνο δύο σου λέξεις. Μαζί σου έμαθα να είμαι ατρόμητη στη θέα του αδύνατου. Είδα πώς είναι κάνοντας κάποιον άλλον ευτυχισμένο να γίνεσαι και εσύ ολόκληρος. Πώς είναι να θέλω να χαρίσω όλο μου το είναι σε έναν άνθρωπο. Μαζί σου είδα πώς είναι υπάρχοντας στην απέναντι μεριά του τραπεζίου να ανατριχιάζει όλο μου το είναι επειδή απλά με κοιτάς.

Σηκώνομαι από την καρέκλα μου λοιπόν και με κάθε μου βήμα προς το μέρος σου τραντάζεται όλη μου η ψυχή. Η καρδιά μου πνίγεται στην ευτυχία και δεν μπορώ να κρύψω ούτε λίγο το χαμόγελο που ξεχειλίζει από τα μάτια μου. Μέχρι που φτάνω δίπλα σου και με παίρνεις αγκαλιά.

Εκεί που ο χρόνος σταματάει και ο κόσμος διαλύεται.

Συντάκτης: Έρρικα Τσάρκα
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά