Το παγωτό το καλοκαίρι είναι κάτι σαν χριστουγεννιάτικο δώρο, αλλά μπορείς να το απολαύσεις περισσότερο από μία φορά. Είναι αυτό που σημαίνει την αρχή του καλοκαιριού, το τέλος του σχολείου και της δουλειάς, τη στιγμή που μπορείς να αισθανθείς επιτέλους ηρεμία. Όταν λαμβάνεις αυτό το θεϊκό δημιούργημα στα χέρια σου ξεπηδούν ίσως αναμνήσεις από τότε που έτρεχες ξυπόλυτος σε κάποιο νησί ή τη μόνη φορά που ετοιμαζόσουν γρήγορα ώστε να πας στο περίπτερο της γειτονιάς για να το πάρεις. Ό,τι φαγητό και να είχαν φτιάξει οι γονείς σου, αν σου υπόσχονταν παγωτό μετά, θα το έτρωγες όσο πιο γρήγορα μπορούσες.

Το παγωτό, κάτω από κάποιες συνθήκες, είναι ένα σύμβολο. Τα πάντα μπορούν κάτω από ένα συγκεκριμένο πρίσμα ν’ αντιπροσωπεύουν κάτι πέρα από την αντικειμενικότητά τους. Είναι κάτι παραπάνω από αυτό που βλέπουμε κι ο Ουμπέρτο Έκο σε κάνει να το κοιτάξεις κατάματα.

«Όταν ήμουν μικρός, οι μεγάλοι αγόραζαν στα παιδιά δύο τύπους παγωτών από κείνα τα άσπρα καροτσάκια με τα στρογγυλά ασημί καπάκια. Ή το χωνάκι που στοίχιζε δύο σολδιά ή την «τσιάλντα» που στοίχιζε τέσσερα. Το χωνάκι ήταν πολύ μικρό, ταίριαζε ακριβώς στο χέρι ενός παιδιού κι ο παγωτατζής το ετοίμαζε βγάζοντας το παγωτό απ’ το δοχείο. Χρησιμοποιούσε ένα ειδικό φτυαράκι και μ’ αυτό γέμιζε τον κώνο. […] Εγώ όμως γοητευόμουν από μερικούς συνομήλικούς μου που οι γονείς τους δεν τους αγόραζαν μια «τσιάλντα» για τέσσερα σολδιά, αλλά δύο χωνάκια των δύο. Αυτοί οι προνομιούχοι προχωρούσαν καμαρωτοί μ’ ένα παγωτό στο δεξί χέρι κι ένα στο αριστερό, κουνώντας επιδέξια το κεφάλι και γλείφοντας μια το ένα και μια το άλλο*.»

Οι προνομιούχοι είναι οι άνθρωποι με τα δύο παγωτά στα χέρια, είναι εκείνοι που δε χρειάζεται ν’ αποφασίσουν αν θα πάρουν βανίλια ή σοκολάτα αλλά μπορούν ν’ αγοράσουν και φράουλα σε χωνάκι και σε ξυλάκι. Αυτό, βέβαια, δεν έχει καμία σημασία εάν εσύ δεν τους κοιτάς, εάν δεν περνούν από δίπλα σου και δεν κοιτάξουν το μοναδικό παγωτό που έχεις στα χέρια σου και πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος σ’ αυτό για να μη σου πέσει. Εκείνοι έχουν το περιθώριο να το ρίξουν, γιατί πολύ απλά μπορούν ν’ αγοράσουν κι άλλο. Εάν αντίκριζες έναν άνθρωπο που κρατούσε δύο παγωτά θα τον έλεγες πλεονέκτη κι εδώ έγκειται η ουσία της υπερβολής. Όλο αυτό το σκηνικό είναι μια επίδειξη προνομίων, ψεύτικων ή μη, είναι η προσβολή στη φτώχεια σου, σε κάθε άλλου. Είναι ένα ηχηρό «εσύ δεν μπορείς να το έχεις» που δε δηλώνει τίποτα λιγότερο από μια υπεροχή. Εσύ μπορείς μέσα από αυτή την πρόκληση να γίνεις ένας από αυτούς, με όποιον τρόπο κι εάν νιώθεις την υπεροχή.

Το παγωτό μπορεί εύκολα να γίνει ένα αυτοκίνητο, σπίτι, χρήματα, κινητά ακόμα και σύντροφος. Εάν έχεις παραπάνω από ένα σ’ αυτά, τότε είσαι προνομιούχος. Βρίσκεσαι σε μια άλλη διάσταση όπου δε σε απασχολούν τόσο τα προβλήματα των κοινών θνητών, είσαι αυτό το κάτι παραπάνω που πάντα θα επιθυμούν οι άνθρωποι. Είσαι αυτό που εύχονται κάποιοι κι αυτό που μισούν άλλοι. Είσαι ένα γνήσιο δείγμα της καπιταλιστικής κουλτούρας. Όλα εκείνα που ακούς περί άκρατου καταναλωτισμού και βασιλεία του χρήματος, μην αναρωτιέσαι, για σένα μιλούν. Πέτυχες αυτό ακριβώς που ήθελες. Βρίσκεσαι στο κέντρο του ενδιαφέροντος, για όποιον λόγο και με όποιο μέσο βρέθηκες εκεί, οπότε η ύπαρξή σου εξαρτάται ακριβώς από το πόσα διατίθεσαι να ξοδέψεις (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για να μείνεις κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας και του απορημένου βλέμματος των περαστικών. Γιατί αυτό το βλέμμα ρωτάει ταυτόχρονα κι εσένα και τον εαυτό ένα τεράστιο «πώς».

Ο Ουμπέρτο Έκο μ’ αυτή τη μαεστρική παρομοίωση του παγωτού καταφέρνει να σε κάνει να νιώσεις κάπως «περίεργος» (κι όχι με την καλή έννοια) που κρατάς δύο παγωτά. Για το γεγονός πως έχεις δύο αυτοκίνητα ενώ χρειάζεσαι το ένα, πως έχεις δύο κινητά αλλά θα μπορούσες να δουλέψεις με ένα, πως αγοράζεις άλλο ένα παντελόνι ενώ έχεις δέκα, πως παίρνεις ακόμα ένα σπίτι παρ’ όλο που μπορείς να ζήσεις σε αυτό που ήδη έχεις, πως έχεις πολλούς συντρόφους ενώ δεν τους έχεις ανάγκη. Στην πραγματικότητα όμως, είναι αυτό το αίσθημα του ανικανοποίητου και της εσωτερικής ανάγκης για υπερβολή. Όλα πρέπει να είναι σ’ ένα ύψιστο σημείο, σε μια κατάσταση που ο θεατής θα πρέπει να μαγεύεται από το κάθε τι και να μην ξέρει πού να κοιτάξει.

Αυτό που παράγεις επί της ουσίας είναι θέαμα και το θέαμα έχει δημιουργηθεί για να γοητεύει. Γοητεύει, τόσο τους άλλους, όσο και εσένα. Γι’ αυτόν τον λόγο κιόλας δε θα σταματήσεις να το αναπαράγεις. Σε κρατά ζωντανό να προσπαθείς συνεχώς να έχεις πάντα περισσότερα και να μην ικανοποιείσαι με τίποτα. Μπορεί ν’ ακούγεται κάπως διαστροφικό αλλά η κοινωνία το έχει κανονικοποιήσει, είναι πλέον κι αυτό μέσα στο παιχνίδι που καλείσαι να παίξεις. Το ζήτημα είναι πως πάντα θα παραμένεις θύμα του παιχνιδιού, ενός καθόλου ξέγνοιαστου, μάλιστα, γιατί αυτή είναι και η δική του γοητεία. Να σε κρατά δέσμιό του.

*Ουμπέρτο Έκο- Σημειώματα, σημειολογίας κ.ά [Πηγή: www.doctv.gr]

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου