Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή

 

Μικροί μάθαμε πως μονάχα όταν κάποιος εκδήλωνε με εμφανή τρόπο την αγάπη, τη λατρεία ή τον έρωτα του, τα αισθανόταν στην πραγματικότητα. Έπρεπε με κάποιον ντετερμινιστικά απόλυτο τρόπο οι ερωτευμένοι να ακούγονται: να το φωνάζουν, να το διακηρύττουν, να γελούν δυνατά και να χαίρονται, να αφήνουν τη φωνή τους να κατακλύζει το σύμπαν· έπρεπε όλοι να ξέρουν πως εκείνοι οι δύο είναι μαζί. Έπειτα αρχίσαμε να παρατηρούμε τον «παράνομο» έρωτα, εκείνον που κρυβόταν κάτω από δέντρα μέσα σε πάρκα, που συναντιόταν κρυφά στα διαλείμματα της καθημερινότητας και αγκαλιαζόταν νοητά σε μία έκλαμψη φωτός. Ποτέ δεν καταφέραμε να ακούσουμε το όνομά του αλλά ούτε και το τέλος και την αρχή του, σαν να μη γράφτηκε ποτέ στην ιστορία, λες και κανείς δεν μπόρεσε παρά εκείνοι οι δύο να επιβεβαιώσουν πως ήταν αλήθεια. Κοιτάζοντας πίσω καταλάβαμε πως οι πιο σπουδαίοι έρωτες ήταν οι βουβοί -εκείνοι που παρέμειναν χαμένοι στις σιωπές.

Μακριά από την πολύβουη πραγματικότητα υπάρχουν πάντοτε εκείνοι -μόνιμα με κάτι αόριστο προσδιορίζονται για να υποδηλώσουμε το οριστικό τους- που αφήνονται για λίγο στην έλλειψη φωνής και οποιαδήποτε κίνηση των χειλιών, του σώματος, των μαλλιών που προκαλεί κύματα στον αέρα βρίσκεται μακριά τους. Ο χρόνος για εκείνους δε σταματούσε μονάχα με τη σύγκρουση τους αλλά και με την ανακωχή -με μία αμοιβαία υποχώρηση χώρου και χρόνου για να καταλάβουν καλύτερα ο ένας τον άλλον, για να δουν πιο καθαρά όλα εκείνα που χάνονται στις συζητήσεις. Τις ακαθόριστες πινελιές πάνω τους, τις βουνοκορφές και τα ρήγματα, τον τρόπο που τα χείλη κρέμονται και ανοιγοκλείνουν σαν παραθυρόφυλλα το καλοκαίρι, τα ποτάμια πάνω τους που οδηγούν σε ανεξερεύνητα μονοπάτια και οι χτύποι της καρδιάς, εκείνα τα παλαμάκια μέσα μας που καθορίζουν τον ρυθμό της ύπαρξης μας: όλα αυτά που απαιτούν ηρεμία και γαλήνη για να αποτυπωθούν στο μυαλό μας.

Η σιωπή θυμίζει τελετουργικό που ουσιαστικά δεν υπάρχουν κανόνες αλλά μόνο η υπόσχεση της σιωπηλής αφοσίωσης -πλήρης προσήλωση στην οντότητα του άλλου ανθρώπου. Οφείλεις να παραδώσεις στον άλλον την προσοχή σου, τα μάτια της ψυχής και όπως σε κάθε τι πνευματικό, να απομακρυνθείς από τη σάρκα, αφού το σώμα πλέον είναι ένας αέρινος καμβάς (ποτέ δε θα μπορέσει κανείς να ζωγραφίσει κάτι στον άλλον αλλά και ούτε να τον κρεμάσει σπίτι του για να τον κρατήσει για πάντα). Αυτό όμως που μπορεί κάποιος να κρατήσει σφιχτά από τον έρωτα είναι η εικόνα και η ανάμνησή του, η βεβαιότητα πως υπήρχαν στιγμές που δε γέμισαν με λέξεις και φωνές ή ακόμα και πράξεις. Το μόνο δυναμικό στοιχείο ήταν οι δύο ουσίες: η ήπια μα καταιγιστική ενέργεια που κινούνταν ανάμεσα σε όχι πλέον ψυχρά σώματα αλλά ζωντανά. Όπως κάθε φορά που αφήνουμε περιθώριο στις αισθήσεις μας για να αντιληφθούμε τη ζωτικότητα κάθε πράγματος, έτσι και με τον έρωτα οφείλουμε να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε εάν απλώς τον γεμίζουμε με φωνές. Ίσως όχι εκείνες τις ιδανικές και αγαπημένες αλλά τις απαραίτητες για να αναδείξουμε και να υποδείξουμε στον εαυτό μας πως αυτό που βιώνουμε δεν είναι ψέμα, μα την ίδια στιγμή αδυνατούμε να παραμείνουμε για λίγες στιγμές σιωπηλοί, να μην προβούμε σε καμία «δικαιολογία».

Εξάλλου, ο λόγος (όπως έχει πει και ο ποιητής) ωριμάζει στη σιωπή, καλλιεργείται ανάμεσα στις παύσεις και ζωντανεύει τα βράδια που τα πάντα σιωπούν εκτός από τις σκέψεις. Ο έρωτας χρειάζεται -όπως και ο λόγος- τη σιωπή για να μετουσιωθεί σε κάτι το ουσιαστικό, εκείνο που δε θα αναγκάζεται να ντύνεται με κάθε τι που έχει θεσπιστεί (από την κοινωνία, τον άνθρωπο, τα βιβλία…) πως υπάρχει ένα ειλικρινές συναίσθημα πίσω από μία προφανή ερωτική σχέση. Κάποιος όμως που διακηρύττει σθεναρά τον έρωτά του, ίσως προσπαθεί να μην πείσει μόνο τους άλλους αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό…

 

Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.  (Όσκαρ Ουάιλντ)

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.