«Η ζωή είναι σύντομη κι άχαρη, περνάει όλο με επιθυμίες.» (Ζαν ντε λα Μπριγιέρ)

 

Σε μία ξεχασμένη και παλιά σελίδα ενός βιβλίου που κάποτε είχαμε μάθει απ’ έξω, δίχως να καταλαβαίνουμε εις βάθος τα λεγόμενά της, τυχαία τη διαβάσαμε ξανά, λες και το μυαλό μας προσπαθούσε απελπισμένα να μας αναγκάσει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα που τότε είχε βρεθεί ενώπιόν μας αλλά εμείς την προσπεράσαμε. Έλεγε λοιπόν με φθαρμένα γράμματα πως η ψυχή μας συναποτελείται από τρία στοιχεία: το λογιστικόν, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν: το πρώτο αφορά την ικανότητα του συλλογισμού και της κρίσης, το δεύτερο μας μετατρέπει σε θαρραλέους και ανδρείους ενώ το τρίτο μας προκαλεί τις επιθυμίες που έχουμε για τα πάντα, είναι υπεύθυνο επίσης για τα πάθη μας.

Άρα όλα όσα ποτέ θελήσαμε βρίσκονταν μέσα μας, υποκινούνταν από κάποιο εσωτερικό ένστικτο το οποίο μας κατεύθυνε προς τη θέληση για απόκτηση κάποιου πράγματος ή κάποιου ανθρώπου. Αργότερα, είδαμε κι αυτή τη λέξη σε έναν άλλον φιλόσοφο, όπου ορθά -όπως θα διαπιστώναμε- τοποθέτησε αυτή την ιδιότητά (ή ικανότητά) μας στο άλογο μέρος της ψυχής, εκείνο που δεν έχει λογική αλλά έχει λόγο, αιτία ύπαρξης· πόσο ταιριάζει η μετέπειτα ζωή μας με αυτή τη δήλωση!

 

 

Υπάρχουν φορές που έχουμε θελήσει κάτι τόσο σθεναρά κι ήταν κάτι από εκείνα τα πράγματα που ονομάζουμε «εκτός χαρακτήρα»: ο άνθρωπος που εξαρχής δεν ταίριαζε καθόλου με εμάς, το νέο χόμπι που παραξενευτήκαμε εμείς οι ίδιοι πριν από όλους τους άλλους που το ακολουθήσαμε, ο επαγγελματικός δρόμος που βρεθήκαμε ξαφνικά, το καινούριο βιβλίο που δεν είχε καμία σχέση με τον χαρακτήρα μας; Όλα αυτά τα μικρά μεγάλα παραδείγματα της καθημερινότητάς μας συνθέτουν μία διαφανή αντιφατικότητα.

Φοβόμαστε κάτι και μετά το θέλουμε ακόμα περισσότερο, τρέμουμε στην ιδέα μίας πραγματικότητας και την κυνηγούμε μέχρι να την αποκτήσουμε, σαν να βρίσκονται στο δρόμο μας ευκαιρίες που δεν κουμπώνουν κι ακριβώς με όσα έχουμε σκεφτεί, ονειρευτεί, θελήσει στο παρελθόν και ίσως για αυτό τις επιλέγουμε. Μας γοητεύει η ιδέα της διαφορετικότητας και της πρόκλησης, του ετερώνυμου που δεν ξέρουμε ακόμα εάν είναι τόσο απρόσιτο σε εμάς παρά μόνο όταν ζήσουμε με βάση αυτό.

Επιθυμούμε κάτι για την αναζήτηση, για την εξεύρεση στοιχείων, για τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρουμε να ικανοποιήσουμε τα κελεύσματα της καρδιάς και της ψυχής (εάν διαχωρίζονται εν τέλει). Κάποιος θα αναρωτιόταν εάν όλο αυτό γίνεται για την ουσία την επιθυμίας ή για την οδύσσεια μέχρι εκείνη. Η διάρκεια είναι πάθος (Γκανάς), είναι τα λεπτά που περνούν και μας παίρνουν τις σκέψεις μακριά πως αυτό που βαφτίσαμε «ξένο» ίσως μας προσιδιάζει περισσότερο. Η διαδρομή το επιβεβαιώνει, η αναγκαιότητα πλέον γίνεται μέσο επικύρωσης της αλήθειας και επιβράβευσης του εαυτού μας για τη συνειδητοποίηση πως το πάθος μετατρέπεται σε μάθος μέσα από όλα εκείνα που στην αρχή μάς φαίνονταν άπιαστα.

Στοχεύαμε όλο και πιο ψηλά, πιο μακριά, προς άλλους δρόμους και κατευθύνσεις, προς το σκοτάδι ενώ αγαπούσαμε το φως, προς ανθρώπους που μισούσαμε γιατί αγαπούσαμε πολύ, προς στόχους που τρομάξαμε όταν τους είδαμε αλλά προσπαθήσαμε περισσότερο από όλους για αυτούς. Η αδρεναλίνη του μυαλού κατακλύζει όλο μας το σωματικό και το ψυχικό «είναι» και κοιτάζοντας προς τα πίσω, ακόμα κι εάν δεν επιτύχουμε αυτό για το οποίο τόσο πιστέψαμε κι αγαπήσαμε να θέλουμε, έχουμε μια ανάμνηση, έχουμε μια ιστορία να διηγηθούμε!

Όσο δελεαστικό είναι το μυστήριο γύρω από την «άγνωστη» επιθυμία μας άλλο τόσο (ίσως και περισσότερο) είναι η δυνατότητα δημιουργίας και καλλιέργειας μιας προσωπικής περιπέτειας που σηματοδοτεί πως ζήσαμε, πως δεν υπήρξαμε μονοδιάστατοι άνθρωποι οι οποίοι φοβούνται να διαφύγουν από τη ρουτίνα αλλά ήμασταν αυτό το αόριστο και γεμάτο δέος «κάποιοι». Όταν η πυξίδα της επιθυμίας όμως μας δείχνει προς αυτόν τον ορίζοντα μονάχα καταλαβαίνουμε -δυστυχώς εκ των υστέρων- πως ήταν μια αστραπιαία προσπάθειά μας για την αυτο-εδραίωσή μας στον χώρο και στον χρόνο. Την εύρεση μιας εξωτερικής, παράλληλης αλήθειας η οποία θα ήταν όμορφο να συμβαδίσει με τη δική μας αλλά όπως σε όλα τα ρομαντικά μυθιστορήματα ρισκάρουμε ανάμεσα στην απώλεια και το «έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».

Ο ενθουσιασμός του μικρού παιδιού που μάς διακατέχει σίγουρα μάς προκαλεί την αίσθηση της παντοδυναμίας, την πεποίθηση πως ο κόσμος μας ανήκει μόνο και μόνο επειδή έχουμε το θάρρος (ή την άγνοια) να περιηγούμαστε στα άγνωστα για εμάς μέρη του. Το ερώτημα όμως που θα θέσουμε στον εαυτό μας όταν κι εάν κοιτάξουμε κριτικά πίσω, δίχως να απευχόμαστε να δούμε τις ειλικρινείς μας πράξεις, είναι όχι εάν όσα κάναμε ήταν μια σοφή κίνηση αλλά εάν πράγματι ήταν πραγματική επιθυμία ή παρόρμηση εσωτερικής ανάγκης για την προσωπική μας υστεροφημία- ένδειξη πως κάπου, κάποτε, με κάποιον καταφέραμε κάτι διαφορετικό.

Όπως μας προτρέπει και ο ποιητής, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να μη σκαλίζουμε στον αέρα με τη σμίλη του πάθους μας, να μη γράφουμε στο νερό αλλά αντίθετα να δουλεύουμε σε μια ύλη σκληρή, ώστε να δωρίσουμε στον κόσμο (και στον εαυτό μας) ένα πρόσωπο-ήλιο (Ν.Βρεττάκος). Μονάχα σφυρηλατώντας τη δική μας αλήθεια θα καταφέρουμε να βιώσουμε τις επιθυμίες που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα του προσώπου μας, εκείνου του καθαρού από παραπλανητικά σύννεφα, που φαίνεται από τις πράξεις μας.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου