Πάντα το βλέμμα ορισμένων ανθρώπων διαπερνούσε με μια πραότητα το επιφανειακό δέρμα λες και θα ανακάλυπτε κάτι παραπάνω. Μα αυτό ήθελε εξαρχής, δεν ήθελε να ανακαλύψει κάτι εντελώς διαφορετικό κι απρόσμενο, μα επιθυμούσε να αντικρίσει την ίδια τη ζωή, την πηγή της ύπαρξης. Το βλέμμα, ακόμα και το αδιάφορο και το περαστικό, εκείνο που πιστεύεις πως απλά κυλάει στην ατμόσφαιρα δίχως να προσέχει κάτι, ακουμπά τα πρόσωπα χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του.

Από την απόλυτη ραστώνη της σιγουριάς, ξαφνικά το βλέμμα που άφησες να περάσει απρόσεχτα μπροστά σου το βρίσκεις να εντυπώνεται μέσα σου. Αυτές οι συναντήσεις δεν είναι ποτέ -κατά έναν μυστηριακό κανόνα- κινηματογραφικές. Δε θα πραγματοποιηθούν ένα βροχερό σαββατόβραδο που θα τρέχεις να προλάβεις τη νέα διασκευή έργου του Σαίξπηρ στο θέατρο, ούτε και θα είναι μια ξεχωριστή, ηλιόλουστη Κυριακή που θα διαβάζεις ένα βιβλίο στο πάρκο. Το σύμπαν λατρεύει να εκμεταλλεύεται τις βαρετές μέρες. Τα βλέμματα αυτά ανταλλάσσονται μυστικά μια ρουτινιασμένη Τετάρτη, όπου η ζωή βρίσκεται σε μια προκαθορισμένη γραμμή, που υποτίθεται πως τίποτα δεν μπορεί να τη διαταράξει γιατί ενδόμυχα, δε θέλεις να χαλάσεις το πρόγραμμά σου.

Οπότε κάθεσαι φορτωμένος στο λεωφορείο μετά τη δουλειά ή στην περίπτωση που δε σταθείς τυχερός, σιχτιρίζεις λίγο και γίνεσαι ένα με τη μάζα, τα ακουστικά σου παίζουν ένα τραγούδι που ακούς πάντα εκείνη την ώρα- είναι η ασφάλειά σου. Εάν έχεις μια πιο εύθυμη διάθεση θα αρχίσεις να πλάθεις σενάρια για τους ανθρώπους που σε προσπερνούν, που κάνουν όλες εκείνες τις καθημερινές, σχεδόν αυτόματες πράξεις για τις οποίες κανείς ποτέ δεν αναρωτιέται τους λόγους και τις αιτίες. Σε μια άλλη -όχι και τόσο μακρινή- διάσταση, μπορεί να είσαι στριμωγμένος σε μια θάλασσα αυτοκινήτων ή ακόμα και να περπατάς ανόρεχτα στον δρόμο σκεπτόμενος εάν αντέχεις να μαγειρέψεις ή εάν σε παίρνει να παραγγείλεις.

 

 

Οι πόρτες ανοιγοκλείνουν εκνευριστικά αναμενόμενα, το φανάρι αναβοσβήνει και προχωράς, άνθρωποι φωνάζουν, μιλούν στα τηλέφωνα και παραμένουν απαθείς- καμία προειδοποίηση του τι επρόκειτο να (σου) συμβεί, κανείς δεν ξέρει γιατί οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή σε κανέναν από τους δύο σας. Έχεις μάθει να μη δίνεις σημασία στους ήχους του περιβάλλοντος, δεν προσέχεις και πολύ τα ενδιάμεσα μέρη από όπου περνάς, γιατί στο τέλος της ημέρας δεν έχουν σημασία. Κι όμως εκείνη τη φορά που σήκωσες το βλέμμα σου, που γύρισες τη ματιά σου (χωρίς να το καταλάβεις) ερευνητικά προς την άλλη μεριά, ένιωσες αυτό που λένε «καρμική σύνδεση». Τα βλέμματά σας κλείδωσαν μεταξύ τους, ο χρόνος δε σταμάτησε όπως περίμενες μα έτρεχε, έτρεχε τόσο γρήγορα μακριά σου που ήθελες να τον πιάσεις και να τον κάνεις να σταματήσει, να σταθεί λίγο δίπλα σου, να μπορέσεις να απολαύσεις τα δευτερόλεπτα, όπως τους αξίζουν.

Αυτό όμως που δυσκολεύεσαι να περιγράψεις και να καταλάβεις εκείνο το λεπτό (εάν είσαι τυχερός) είναι τα μάτια του. Ήταν ποτισμένα με εκείνο το περίεργο χρώμα που δεν είχες συναντήσεις ξανά σε άνθρωπο; Ήταν καλλιτεχνικά ζωγραφισμένες οι γραμμές που τα πλαισίωναν; Το πρόσωπό του σε τράβηξε κατά πάνω τους; Ήταν όμορφα; Αδυνατείς να απαντήσεις. Ξέρεις μονάχα πως κοιτούσες, πως για λίγο χάθηκες από αυτόν τον κόσμο και μεταφέρθηκες σε ένα παράλληλο σύμπαν, ενταγμένο μέσα στο «τώρα» και ένιωσες πως σου έλειπε.

Ειρωνικό, σκέφτηκες έπειτα και χαμογέλασες νοσταλγικά. Είναι ένας άγνωστος, μα αισθάνθηκες πως με κάποιον τρόπο έπρεπε να είναι στη ζωή σου· θα ήταν τόσο κρίμα να μη μάθεις τα πάντα για αυτόν, να μην ακούσεις το ηχόχρωμα της φωνής του, να μην ξέρεις πώς γελάει και ποια πράγματα τον κάνουν να κλαίει, να νιώσεις τι ένιωσε εκείνη τη στιγμή που σε κοίταξε, να τον ρωτήσεις όλα εκείνα τα πράγματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν αλλά εσύ θα έδινες όλο σου τον χρόνο για να τα μάθεις. Αλλά στέκεσαι βουβός, χιλιάδες προτάσεις πέφτουν μπροστά σου, νήματα για τον πλησιάσεις. Αλλά δε θα πεις τίποτα, θα παραμείνεις μέσα στη φούσκα που το βλέμμα του έχει δημιουργήσει γύρω σου- τίποτα δεν μπορεί να τη διαπεράσει.

Το ξέρεις πως θα χαθεί, είναι αναπόφευκτο να συμβεί μα κι εσύ θα προχωρήσεις· έχει φτάσει η στάση που πρέπει να κατέβεις, το στενό που στρίβεις και θα κατευθυνθείς στο σπίτι σου. Το βλέμμα εκείνου στέκεται πάνω στο σώμα σου σαν να σε κοιτάζει ακόμα, η θέρμη των ματιών του σε ζεσταίνει όπως ο καλοκαιρινός ήλιος, όχι αποπνικτικά αλλά αρκετά για να τον θυμηθείς τις ημέρες που κάνει λίγο παραπάνω κρύο και ξέρεις πως πρέπει να συγκρατήσεις για λίγο ακόμα τη μνήμη του.

Ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου 15.000 φορές τη μέρα και μόνο οι δέκα από αυτές ήταν αφιερωμένες στο βλέμμα εκείνο, όμως συλλογίζεσαι τα πιο απίθανα πράγματα γιατί το μυαλό παλεύει να επεξεργαστεί τα πάντα που συνέβησαν μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Έδωσε μία νότα ζωής μέσα σε μία γκρίζα μέρα, σου επέτρεψε να αφήσεις εκείνη την ανάσα που κρατούσες όλη μέρα.

Όμως θα αφήσεις τον χρόνο να το σβήσει μέρα με τη μέρα. Θα περνάς συνειδητά κι ασυνείδητα από το σημείο εκείνο και θα νιώθεις ένα τσίμπημα της πραγματικότητας μέσα σου· έχει φύγει πια. Μα η σκέψη σου δε θα ηρεμήσει, θα πλάσεις άπειρα σενάρια και θα προσπαθείς να συναντήσεις κι αλλού τα μάτια αυτά- μα δε θα είναι το ίδιο, γιατί ούτε εσύ θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Σε άλλαξε.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου