Αρχή ην το βίωμα. Η απορία από το χάραγμα.

 

Ο άνθρωπος, όταν στέκεται μπροστά από το γυμνό χαρτί, την προσωρινά αδιάφορη οθόνη κι ετοιμάζεται να αφεθεί στα κελεύσματα της ψυχής του, σκέφτεται τα όσα έζησε, όσα τον μετέτρεψαν σε αυτόν τον αρθρογράφο που στέκεται τώρα σε άγνωστα μέρη για εμάς, με ένα ανήκουστο παρελθόν, μια αφανή ιστορία. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί, ποτέ να μην πιστέψετε πως είναι τυχαία επιλεγμένες ανάμεσα σε τόσες άλλες, τοποθετημένες άναρχα σε παρατεταμένες προτάσεις σαν να προσπαθεί να τις κρύψει· όχι. Αντανακλούν με απόλυτη ειλικρίνεια τα έντονα συναισθήματα που βαραίνουν την ψυχή του, με εκείνη την αβάσταχτη ελαφρότητα του Κούντερα κι εκθέτουν την καρδιά του.

Κάτω από κάθε άρθρο, ίσως να μπορέσετε να διακρίνετε μια αφανή επιγραφή, μια υποσημείωση που συχνά λησμονείται, ένα υστερόγραφο, κλείσιμο του ματιού, που γράφει «ήμουν εδώ»: όλα αυτά που γράφει, τα αντίκρισε, περιηγήθηκε μέσα τους, έγινε «ένα» με κάποια από αυτά, ορισμένα του χάρισαν την ευτυχία και άλλα του έμαθαν να πολεμά, μα κανένα από όσα γράφει δεν τον άφησαν αδιάφορο (κι αυτό ήταν που έκανε τη διαφορά). Διηγείται κάθε φορά και μια έκλαμψη από τη ζωή του, κάτι ελάχιστο που έγινε όμως δαιδαλώδες, μια οικεία αφήγηση που τον συναρπάζει ακόμα, μια θύμηση, ίσως, ενός εαυτού που έφυγε και δεν ξαναγύρισε.

 

Όταν πιάνει το μολύβι γράφει με δύο χέρια

το δικό του και το δικό της                                                             

ή μάλλον με ένα φτερό απ’ τις φτερούγες τους.

 

Παρέα με τη σκέψη μηχανεύονται τα όσα θα βρεθούν στα μάτια μας, η αιώνια ερωμένη του που τυλίγει και ξεδιπλώνει τις προτάσεις, που σφίγγει σφιχτά τις αναμνήσεις και τις περιπλέκει μεταξύ τους, τις σβήνει για να τις αντικαταστήσει με άλλες, πιο αποκαλυπτικά ιδανικές· ξέρετε άραγε πόσα αυθόρμητα δεν έχουμε διαβάσει, όλα υπό την εποπτεία της σκέψης; Χάνεται εκείνος, ακολουθεί κι εκείνη, καταφεύγουν σε γνώριμα μονοπάτια, τα οποία τους καθοδηγούν σε καινούρια -πιο ανεπανάληπτα. Άλλες φορές όμως στέκονται απέναντι ο ένας στον άλλον κι αναρωτιόνται ποια έμελλε να είναι η επόμενη λέξη. Εκείνη στον νου μας φαίνεται να είναι παντογνώστρια, ένας αφηγητής που μάθαμε στο σχολείο πως μαρτυρά τα πάντα, μας θυμίζει αμυδρά τη μούσα του Ποιητή, ντυμένη όμως με τη δική μας ενδυμασία. Η σκέψη του αρθρογράφου είναι ο καθρέπτης του και ίσως γι’ αυτό πολλές φορές φοβάται να τον κοιτάξει. Αλλά η αλήθεια είναι πως η ελευθερία που αποζητά να κατακτήσει μέσα από τις λέξεις, απαιτεί αρετή και τόλμη, θάρρος κι αυτοκριτική, αυτοθυσία του εγωισμού κι αξιοπρέπεια, αφοσίωση και λατρεία. Το να γράφει κανείς μοιάζει με το να αγαπά

Καταλαβαίνει έπειτα πως δε στέκεται μόνος σε ένα απομακρυσμένο μέρος αλλά πως σαν μία κοινή μυστική συμφωνία, όλοι έχουν την απόλυτα μοναδική τους σκέψη, τα χαρακτηριστικά εκείνα που ξεχωρίζουν τα κείμενά του από άλλα χιλιάδες. Πιστεύουν στη δύναμη των λέξεών τους και στην κυριαρχία του συναισθήματος, εισχωρούν τη λογική μέσα σε όλα, μα ένας άνθρωπος δίχως καρδιά πώς μπορεί να μιλήσει για όλα τα ζητήματα που την απαιτούν; «Γράφουμε»: αυτό είναι το γενικό πρόσταγμα εκείνων που έχουν ταχθεί να λατρεύουν τις λέξεις, να υμνούν τα ανθρώπινα -τη σπουδαιότερη πηγή έμπνευσης- και να μαρτυρούν κάθε τους πτυχή, ειδικά εκείνες για τις οποίες κανείς δε μιλά. Και τελικά, ένας αρθρογράφος κουβαλά στις πλάτες του τα βιώματα όλου του κόσμου, όσο αιχμηρά κι εάν είναι.

 

 
Στο τέλος το ποίημα αναγγέλλει τον θάνατο του ποιητή  

την εξορία του ενικού αριθμού. (Τάσος Κουράκης)

 

Βέβαιος για όσα ένιωσε, τα καταθέτει στο χαρτί, ξέρει πως κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για να αποκαλύψει την αλήθεια πολλών, περικυκλωμένη από μια αίσθηση αυτοκυριαρχίας και πρωτοφανούς σιγουριάς. Τη στιγμή εκείνη, οι λέξεις του μιλούν σε κάποιον. Ίσως ποτέ δεν τον γνωρίσει, ποτέ δε θα ξέρει πώς συνέβαλε στο να αντιληφθεί το αντίκτυπο που είχε σε εκείνον, στις αποφάσεις που πήρε για τη ζωή του. Ένα άρθρο δεν είναι απλώς ένα ακόμη άρθρο, τη στιγμή που ο συγγραφέας του αποφασίζει να μην καταφύγει σε στερεοτυπικές συμβουλές, παρουσιάσεις γεγονότων ή συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά θα τολμήσει να σταθεί μπροστά, να μη φοβηθεί και ντύσει ένα κείμενο με όμορφες, κενές λέξεις, ούτε με χιλιοειπωμένες εικόνες. Ο αρθρογράφος θα είναι εκτεθειμένος στα πάντα και σε όλους, ρακένδυτος αλλά καλυμμένος με μελάνι, γεμάτος μουτζούρες και σβησίματα, κενά και βαθουλώματα. Δε θα τρέμει πλέον μήπως και δεν κατέχει αυτός την ολοκληρωτική εμπειρία από μια συνθήκη, αλλά αντίθετα θα γνωρίζει πως κάποιος, οπουδήποτε και εάν βρίσκεται, θα μπορεί να αισθανθεί πως κάποιος τον καταλαβαίνει και ταυτίζεται με εκείνον. Οπότε στην εξορία του πληθυντικού αριθμού, είναι μοιραίο να εκμυστηρεύονται οι ανείπωτες ιστορίες.

Εάν εισχωρήσουμε στον κόσμο όσων γράφουν, θα διαπιστώσουμε πως μοιάζει με τον δικό μας: τα πάθη, οι ανησυχίες, οι επιθυμίες, οι λύπες και οι χαρές, οι άνθρωποι, τα χτυπήματα της καρδιάς, η μονοτονία και η αυθεντικότητα της ζωής. Όλα εκείνα που μας συνθέτουν, συναποτελούν κι εκείνους.  Αυτό που οφείλουμε να αναζητήσουμε είναι τον άνθρωπο πίσω από τις λέξεις, την ουσία και την αλήθεια του, τις μικρές ευκαιρίες που μας δίνει να τον ανακαλύψουμε πέρα από τις λέξεις. Να κοιτάξουμε πίσω από τη θεατρική παρουσία των λέξεων και να αντικρίσουμε την πραγματικότητα των παρασκηνίων- εκεί όπου η αλήθεια αδυνατεί να εκλείψει.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου