Υπάρχουν πολλά πάνω σου που μου αρέσουν και δε φτάνει ίσως ούτε η νύχτα αλλά ούτε και το επόμενο ξημέρωμα για να στα πω. Δεν υστερείς πουθενά κι αν υστερείς τουλάχιστον εγώ δεν το βλέπω. Κι αν ακόμα έτυχε κάποια στιγμή να το δω, έκλεισα πάλι τα μάτια μου γιατί πίσω κι από οποιαδήποτε ελάττωμά σου είσαι και πάλι εσύ.

Εσένα, εξάλλου, διάλεξα ανάμεσα σε τόσους. Εσύ κόβεις βόλτες όλη την ώρα στο μυαλό μου κι εσένα θα θέλω ό,τι κι αν συμβεί. Εσένα ήθελα πριν καν μιλήσουμε κι αυτό είναι κάτι που πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να ξαναβρώ.

Υπερβολή μα είναι αλήθεια. Μπήκες στη ζωή, στη σκέψη και την καρδιά μου βιαστικά, σε μία στιγμή. Τόσο νωρίς και τόσο αβίαστα που ούτε εσύ δεν πρέπει να κατάλαβες πώς έγινε κι η αλήθεια είναι πως αν ρωτούσες κι εμένα λίγα χρόνια, ίσως να μην ήξερα τι να σου απαντήσω, τώρα όμως ξέρω.

Γύρω άνθρωποι όμορφοι πολλοί, άλλοι ελκυστικοί, άλλοι παιχνιδιάρηδες, άλλοι ατακαδρόμοι και με χιούμορ, κάποιοι πιο προσιτοί, άλλοι μαζεμένοι∙ όλοι αξίζουν έστω μία ματιά, λίγα δευτερόλεπτα παρατήρησης. Μα η δική μου ματιά ήταν πάντα αδιάφορη κι αν ακόμη την έριχνα, είχε άλλο σκοπό.

Το βλέμμα μου ήθελε απλά να περιεργαστεί, δεν προχωρούσε παραπέρα απ’ την επιφάνεια. Καμία απ’ τις εικόνες που συναντούσα δεν τάραζε τίποτα μέσα μου, δεν είχε τη δύναμη να με κάνει να βάλω στο νου μου αυτό που κοίταζα. Τόσα βλέμματα χλιαρά, κανένα βάθος. Κάθε ματιά άχρωμη σαν όλες τις άλλες.

Και κάπου σ’ αυτό το σημείο, στο άσκοπο πετάρισμα των βλεφάρων, κάνεις την εμφάνισή σου εσύ. Με κοίταξες. Σε κοίταξα. Τέλος. Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα ένιωσα πώς μπορεί ένας άνθρωπος να σε κάνει να ονειρευτείς μέσα απ’ τα μάτια του. Να δεις τη ζωή σου να περνάει από μπροστά και να μη θες να σταματήσεις να ζεις αυτήν την ταινία που προβάλλεται στα μάτια του. Μια τρικυμία και μια παράλληλη γαλήνη. Να πονάει το στομάχι μου, να κόβεται η αναπνοή μου. Όλο το χάος κι όλη η τάξη μέσα στο βλέμμα σου.

Δεν χρειάστηκαν λόγια, περιττά και βαρετά κι αυτά κάποιες φορές. Αλίμονο σε όσους δε συνάντησαν στη ζωή τους έστω μία φορά κάποιον να τους μιλήσει χωρίς λέξεις. Βλέμματα ζεστά, μάτια που πετούσαν φλόγες, ένα αμήχανο γέλιο, ένα χάδι απαλό. Όλα αυτά, ναι, έπαιξαν το ρόλο τους, αλλά τα λόγια δε χρειάστηκε να ενοχλήσουν τις σιωπές μας. Δεν τα είχαμε ανάγκη.

Γι’ αυτό σου λέω πως τώρα ξέρω τι θέλω, πως απ’ την πρώτη στιγμή ήξερα. Θέλω αυτή τη ματιά, γιατί καμία άλλη δε μου κάνει. Οποιαδήποτε άλλη δε μου ταίριαζε, δε θα τη δεχόμουν, δε θα μου ξυπνούσε τίποτα και δε θα συμβιβαζόμουνα μ’ αυτήν, γιατί εγώ το ζευγάρι μάτια που θα ‘θέλα να συναντήσω τα βρήκα και με κοιτούν επίμονα. Μόνο αυτά να με χαζεύουν και μόνο αυτά να με γεμίζουν. Για άλλους δε θα ‘θελα, δε θέλω, δεν μπορώ, ούτε και θα μπορέσω.

Συντάκτης: Ειρήνη Καμπανού
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη