Γράφει η Ν.

 

Ήταν μια Πέμπτη. Σχεδόν σαν όλες τις Πέμπτες. Τελείωσα τη δουλειά, πέρασα απ’ το γωνιακό περίπτερο για τσιγάρα και γύρισα σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και σε είδα να καπνίζεις στον καναπέ μας. Δεν κατάλαβες ότι μπήκα ακόμη κι έτσι είχα εκείνο το παραθυράκι του δευτερολέπτου για να σε διαβάσω. Σκεφτικός. Κάπως θυμωμένος; Όχι. Όχι θυμός. Λυπημένος; Μπορεί. Δεν καταλάβαινα.

Περπάτησα ως εσένα αργά. Σαν να υπήρχε μεταξύ μας μια σιωπηλή συμφωνία. Με κοίταξες. Με κοίταξες με το πιο άδειο βλέμμα που έτυχε να με σερβίρουν στην ως τώρα ζωή μου. Με το πιο άοσμο, άχαρο, άχρωμο βλέμμα. Με το βλέμμα που φωνάζει «τέλος».

«Άκου…» άρχισες. Κι εγώ σε σταμάτησα με ένα νεύμα. Σηκώθηκα κι έβαλα μπροστά μου ένα ποτήρι ουίσκι. Και σαν καλός μαλάκας, χωρίς να ζητήσω εξηγήσεις, χωρίς να βρεθούν γύρω μου σπασμένα όλα τα τασάκια του σπιτιού, χωρίς φωνές και φασαρία, χωρίς σκισμένα ρούχα και φιλιά ενοχικά σου είπα απλά «Τα λέμε».

Έφυγες! Σαν να ανακουφίστηκες. Σχεδόν σαν να γελούσες. Σαν να σε βόλεψε. Σαν να μην ήσουν εσύ. Σαν να σε έπνιγα. Εγώ! Σαν να ήμουν η θηλιά στο λαιμό σου. Εγώ, η θηλιά στο δικό σου λαιμό! Στον λαιμό που λάτρευα και στο λακκάκι που φιλούσα κάθε νύχτα. Σαν να με μίσησες. Και σαν να μην ήταν όλα αυτά αρκετά, πρόσεξα πως την έτοιμη βαλίτσα σου. Προσχεδιασμένη η έξοδος, αναμενόμενη κι η αντίδρασή μου λοιπόν. Προτετελεσμένα γεγονότα, μια αδιαφορία, ένας ηχηρός εγωισμός κι ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο ήταν ό,τι μου άφησες εκείνη τη νύχτα.

Και για δες! Για δες που δε μου μοιάζεις καθόλου τελικά. Κι ας λέγαμε πως ήμασταν ίδιοι. Όχι. Δεν είμαστε. Γιατί αρνούμαι να δεχτώ πως αυτό που αντίκρισα τη νύχτα εκείνη ήταν ο καθρέφτης μου.

Όχι θυμός, λοιπόν, ούτε λύπη. Αυτό που προσπαθούσα να διαβάσω πριν ανάμεσα στο μισοφωτισμένο σου πρόσωπο και στον καπνό γύρω σου. Φυγή. Πώς και δεν το είδα; Ήταν γραμμένη παντού πάνω σου. Στο βλέμμα σου, στον τρόπο που κάπνιζες, στη στάση του σώματός σου. Ακόμη και στις αδέξιες κινήσεις σου. Στο σώμα σου που δεν ταράχτηκε όταν με είδε, στα χέρια σου που δεν άλλαξαν θέση, στο χαμόγελό σου που έμεινε σβηστό, στο τσιγάρο που έκαιγε στο στόμα σου, στις λέξεις που δεν είπες και στην καρδιά σου που την άκουγα να χτυπάει με τον ίδιο ρυθμικό τρόπο, ούτε ένα χτύπο δεν έχασες, ούτε έναν! Πως θα έφευγες μου έλεγες. Πως τελείωσες. Πως τελειώσαμε. Πως δεν ήμασταν το ένα στα χίλια. Ήμασταν μάλλον περισσότερο ο κανόνας παρά η εξαίρεση.

Άνοιξα την μπαλκονόπορτα απαλά. Ανάπνευσα δυνατά μια τζούρα οξυγόνο και μετά έψαξα τα τσιγάρα μου. Το ουίσκι στο ποτήρι μου τελείωσε. Έκατσα στο κρύο, έτσι για να πω πως νιώθω κάτι απόψε. Γιατί αν δεν ήταν το κρύο, θα ένιωθα μάλλον νεκρή.

Ήταν μια σχεδόν συνηθισμένη Πέμπτη. Ήταν η μέρα που αποφάσισα πως δεν υπάρχουν τα άλλα μας μισά. Η μέρα που τσακίστηκα, που ένιωσα τι θα πει «πονάω», η μέρα που έπιασα πάτο. Ήταν η μέρα που μου πήρες ό,τι είχα και δεν είχα μέσα μου. Η μέρα που πέθανε κάθε συναίσθημα. Η μέρα που σταμάτησα να χρησιμοποιώ τη φράση «σ’ αγαπώ».

Ήταν η μέρα που έδωσα στον εαυτό μου το ρόλο του μαλάκα και τον απογείωσα μέχρι και το τελευταίο χειροκρότημα. Ήταν η μέρα που με έκανες σαν κι εσένα. Μια εγωίστρια του κερατά που νομίζει πως ο κόσμος φτιάχτηκε για να την υπηρετεί.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη