Θυμάσαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε; Έπιασες το χέρι μου και χαμογελαστά μου είπες το όνομά σου. Πόσο πολύ ταίριαζε με την όψη σου σκέφτηκα. Είχε κάνει τη σωστή δουλειά η νονά. Τα συναισθήματα γύρισαν τούμπα μόλις μου άφησες το χέρι μου. Ένιωσα μια ανεξήγητη απώλεια. Σαν το μικρό παιδάκι που μέσα στο πλήθος χάνεται απ’ το χέρι της μαμάς, έτσι ένιωσα εκείνα τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν. Η καρδιά μου ξανάρθε στη θέση της όταν αμέσως μετά με πείραξες για τον αντικειμενικά όχι και τόσο μοδάτο σκούφο που φορούσα. Δε χρειάζεται να  πω πολλά περισσότερα. Τη συνέχεια την θυμάσαι.

Δύο γνωστοί-άγνωστοι, ένα ατελείωτο βράδυ και κάποια γνωστά πρόσωπα γύρω μας, να μας δείχνουν με το δάκτυλο. Το βλέπανε όλοι εκτός από εμάς. Το ένιωθαν όλοι εκτός από εμάς. «Φιληθείτε, επιτέλους, να τελειώνουμε» ακούστηκε. Η πρώτη στιγμή αμηχανίας μέσα σε μια απύθμενη οικειότητα έκανε την εμφάνισή της. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και συνεχίσαμε το βιολί μας. Πολλούς θα τους τάραζε αλλά όχι εμάς. Τι να μας πει ένα φιλί όταν ήδη συζητούσαμε για τους μεγαλύτερούς μας φόβους;

Ήταν σαν εξαρχής να μας περίμενε μια συζήτηση που είχαμε αφήσει στη μέση κι έπρεπε να την ολοκληρώσουμε. Καμία σωματική δραστηριότητα δεν μπορούσε να διακόψει την πνευματική μας σύνδεση. Δεν ήταν ότι δεν το θέλαμε, ότι δεν το λαχταρούσαμε. Απλά είχαμε ήδη ξεπεράσει τα καλούπια μιας τυπικής πρώτης γνωριμίας. Είχαμε ήδη γνωριστεί προτού μου σφίξεις το χέρι.

Ένιωσα να σε ξέρω απ’ την πρώτη στιγμή. Η απίστευτη οικειότητα και το αίσθημα ασφαλείας έμοιαζαν απλά σαν φυσικά επακόλουθα, χωρίς καμία ανασταλτική σκέψη να τα κλονίζει. Θα μπορούσε εύκολα να πει κανείς πως εκείνη η συνάντηση έμοιαζε σαν τον αυτοσκοπό μας, σαν να φτιαχτήκαμε γι’ αυτήν.

Δε θα σου κρυφτώ. Ήμουν έτοιμος. Μια ζωή περίμενα για έναν άνθρωπο που να σου μοιάζει κι εσύ ξεπέρασες κάθε προσδοκία. Η ταχύτητα κι η ένταση που συνέβη αυτό μόνο απ’ τη μοίρα μπορούσε πλέον να δικαιολογηθεί!

Με ακούς τι λέω; Εγώ που φτιάχνω τη ζωή μου με νύχια και με δόντια, πιστός στον ρεαλισμό μου, αποδίδω το πιο σημαντικό επίτευγμά μου στην τύχη. Πόσο μικρός μοιάζω μπροστά σε όλο αυτό; Πώς να εξηγήσεις, όμως, όλα αυτά τα «ξέρω» χωρίς τη γνώση; Όλα αυτά τα «θέλω» χωρίς να σου ανήκει τίποτα; Κάποια πράγματα είναι πάνω από εμάς και δε χωράνε περαιτέρω εξήγησης.

Μόνο που με βασανίζει μία σκέψη. Αν όλα αυτά είναι καρμικά και πράγματι οι ψυχές μας έχουν συνυπάρξει σε προηγμένες ζωές, τι λάθος κάναμε και συναντηθήκαμε ξανά; Δεν προλάβαμε; Δεν ήμασταν έτοιμοι; Έτοιμοι; Έχω προετοιμαστεί γι’ αυτό, το ξέρω. Για τη μορφή του, όμως, όχι για την έντασή του. Μήπως με βολεύει, τελικά, για να την διαχειριστώ το να το αποδίδω στη μοίρα και το κάρμα; Είναι όντως καρμικό ή απλά μια αφορμή-δοκιμασία για να γνωρίσω τα όριά μου;

Θα με βόλευε πάντως να ‘ναι καρμικό. Κάθε δεύτερη σκέψη εξαλείφεται και μπορώ πλέον να αφεθώ απόλυτα κι ολοκληρωτικά. Οτιδήποτε ανώτερο από ‘μένα χωνεύεται πιο εύκολα. Μοιάζει σαν θρησκεία. Όπου οι θεοί είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Με μπερδεύει λίγο αυτό. Μας βρίσκει η μοίρα ή εμείς την ψάχνουμε; Τι λες εσύ; Μα φυσικά το όνομά σου. Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα. Απ’ την πρώτη στιγμή ήξερες την απάντηση!

Σε ευχαριστώ, Ελπίδα! Όχι γιατί σε γνώρισα, αλλά γιατί θα πεθάνω μαζί σου.

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη