Πολλοί από εμάς σε κάποια φάση τη ζωής μας, ίσως στην εφηβεία μας, θα αναρωτηθήκαμε τι είναι αυτό που καθορίζει το φύλο μας ή τις σεξουαλικές μας προτιμήσεις. Μα ακόμα και σήμερα, εν έτει 2019, μπορεί να αποφύγουμε να εμπλακούμε σε συζητήσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο. Όχι γιατί δε μας αφορούν, αλλά γιατί τις θεωρούμε ταμπού, μας ακινητοποιεί η άγνοιά μας ή φοβόμαστε να εκφράσουμε ανοιχτά τις απόψεις και τους προβληματισμούς μας. Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε τις διαφορές μεταξύ βιολογικού/κοινωνικού φύλου και σεξουαλικής ταυτότητας.

Το σημαντικό είναι να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε πως υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ «βιολογικού» και «κοινωνικού» φύλου. Το πρώτο, όπως λέει και το όνομά του, αναφέρεται στα βιολογικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου, εκείνα που απ’ την πρώτη στιγμή γέννησης κάποιου ατόμου το χαρακτηρίζουν ως θηλυκό ή αρσενικό είναι ο αγγλικός όρος “gender”. Το θέμα μπερδεύεται λίγο όταν εμπλέκεται και το κοινωνικό φύλο, το σύνολο δηλαδή των χαρακτηριστικών που καθορίζουν το φύλο μέσα απ’ την κοινωνία -στον αγγλικό του όρο αυτό αποκαλείται ως “sex”. Με άλλα λόγια, είναι η υιοθέτηση θηλυκών ή αρρενωπών χαρακτηριστικών για το κάθε φύλο αντίστοιχα.

Το κοινωνικό φύλο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, αφού όχι μόνο καθορίζεται το ίδιο μέσα από συγκεκριμένες συμπεριφορές και χαρακτηριστικά, αλλά ταυτόχρονα μας οριοθετεί. Πώς διαμορφώνεται όμως; Το βιολογικό φύλο έχει, προφανώς, να κάνει καθαρά και μόνο με βιολογικά –άρα αντικειμενικά– χαρακτηριστικά, αλλά στο κοινωνικό –όπου εμπλέκονται ομάδες ανθρώπων κι υποκειμενικά κριτήρια–, ποιος αποφασίζει τι είναι αυτό που διαχωρίζει το θηλυκό απ’ το αρσενικό;

Ένας ιδεολογικός μηχανισμός μπορούμε να πούμε πως είναι η οικογένεια, ένας άλλος τα ΜΜΕ, το σχολείο, η θρησκεία και πολλά άλλα. Είναι αυτοί, δηλαδή, που καθορίζουν το κοινωνικό φύλο ενός ατόμου, μια συγκεκριμένη συμπεριφορά που ανάλογα «πρέπει» να αντιστοιχεί στο κάθε βιολογικό φύλο. Για παράδειγμα, η κοινωνία θέλει τις γυναίκες νοικοκυρές, να φροντίζουν τα παιδιά, να μαγειρεύουν, να ‘ναι καλόκαρδες, συμπονετικές, γεννημένες για να κάνουν οικογένεια κι ύστερα να την περιποιούνται∙ κάτι που φυσικά δε συμβαίνει πάντα και δεν αποτελεί κανόνα, εφόσον υπάρχουν τόσα παραδείγματα που μπορούν να διαψεύσουν αυτήν την ιδεολογική κοινωνική, στερεοτυπική, εικόνα των γυναικών.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους άντρες, όπου η κοινωνία περιμένει κι απαιτεί από ‘κείνους αρρενωπά χαρακτηριστικά κι αντίστοιχα αυστηρές κι άκαμπτες συμπεριφορές. «Πρέπει» να δουλεύουν σκληρά, να προστατεύουν την οικογένειά τους, να ‘ναι δυναμικοί, να ‘χουν ηγετικές ικανότητες και ούτω καθεξής. Κι έτσι, για ακόμα μια φορά, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως όλα αυτά δεν αντιστοιχούν σε όλες τις περιπτώσεις κι όλα αυτά τα «προαπαιτούμενα» ενός αρσενικού δεν παύουν να αποτελούν απλώς μια ιδεολογική εικόνα για τους άντρες, που έπλασε η ίδια η κοινωνία.

Ακόμη και τα χρώματα ή τα σχήματα συνδέονται ιδεολογικά με το κοινωνικό φύλο, αφού συνήθως όταν βλέπουμε κάτι σε μπλε απόχρωση αυτομάτως θα σκεφτούμε πως ανήκει σε –ή προορίζεται για– κάποιον άντρα. Αντίστοιχα το ροζ χρώμα είναι στη συνείδησή μας συνδεδεμένο με μια γυναίκα. Ακόμα κι αν δούμε απλά μια κόκκινη πετσέτα με κεράσια αμέσως θα σκεφτούμε πως ανήκει σε μια γυναίκα, επειδή ιδεολογικά έχουν κατασκευαστεί θηλυκά κι αρσενικά χαρακτηριστικά και μοτίβα συμπεριφορών που καθορίζουν το κοινωνικό φύλο -ακόμα κι αν δε γνωρίζουμε καν το βιολογικό.

Κι εδώ έρχεται η θεωρία Queer, που αναφέρεται στην ετεροκανονικότητα και την ομοσεξουαλικότητα. Συγκεκριμένα, η θεωρία αυτή πρωτοδιατυπώθηκε απ’ την Teresa de Lauretis και στοχεύει στο να επιτεθεί στις ετεροκανονικές σεξουαλικές ταυτότητες και να αποδείξει πως είναι κοινωνικά κατασκευασμένες κι όχι βασισμένες σε βιολογικές κατηγορίες, και συνεπώς να υποστηρίξει την ομοσεξουαλικότητα.

Με άλλα λόγια, η θεωρία Queer υποστηρίζει πως το μοντέλο της ετεροκανονικότητας (δηλ. άντρας και γυναίκα) είναι κοινωνικά κατασκευασμένο και πως οτιδήποτε δε συμπίπτει με αυτό το μοντέλο θα πρέπει να ‘ναι εξίσου κοινωνικά αποδεκτό, όπως είναι για παράδειγμα οι ομοφυλόφιλοι κι οι τρανς.

Παρ’ όλες τις συζητήσεις, τις δράσεις και τα βήματα ευαισθητοποίησης κι αποδοχής γύρω από αυτό το θέμα, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η συμπεριφορά μας προς τους ομοφυλόφιλους δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως. Το φύλο οριοθετείται παντού στην καθημερινότητά μας, αποκλείοντας έτσι μια μερίδα ανθρώπων, πολλές φορές χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.

Για παράδειγμα, οι δημόσιες τουαλέτες διαχωρίζονται αυστηρά σε δύο κατηγορίες, άντρες-γυναίκες με βάση τα βιολογικά τους χαρακτηριστικά. Αν χρειαστεί να επισκεφτεί το μπάνιο ένας ομοφυλόφιλος ή τρανς, πώς θα χωρίσει την ταυτότητά του; Βάσει των βιολογικών του χαρακτηριστικών ή του κοινωνικού του φύλου; Δε θα ‘πρεπε όλοι να έχουμε παντού την ίδια αντιμετώπιση, ακόμα και στα πιο μικρά όπως αυτό; Έτσι ακριβώς αναπαράγεται ιδεολογικά η ετεροκανονικότητα, αποκλείοντας τις οποιεσδήποτε άλλες κατηγορίες, αυτό ακριβώς υποστηρίζει κι η θεωρία Queer.

Ήδη απ’ τη στιγμή της γέννησής μας ο γιατρός φωνάζει «αγόρι» ή «κορίτσι» κι αυτός ο τίτλος, αυτή η βιολογική ιδιότητα προαποφασίζει και καθορίζει ολόκληρη την πορεία ζωής ενός ατόμου. Το αγοράκι θα φορέσει μπλε φορμάκι, το κοριτσάκι θα μπει σε ροζ κούνια, σ’ ένα εξίσου ροζ δωμάτιο, μεγαλώνοντας θα παίζει με κούκλες και κουζινικά. Αντίστοιχα, το αγοράκι θα βλέπει ποδόσφαιρο και θα παίζει με στρατιωτάκια κι αυτοκινητάκια.

Φυσικά είναι επιλογή του καθενός το πώς θα αντιμετωπίσει τα ετεροσεξουαλικά ή ομοσεξουαλικά άτομα, αν θα τα βάλει στη ζωή του ή όχι, ο σεβασμός όμως, η αποδοχή κι η κατανόηση δεν είναι προαιρετικές ηθικές αξίες. Μισούμε αυτό που φοβόμαστε και φοβόμαστε αυτό που δε γνωρίζουμε, άρα μήπως να φροντίσουμε να μάθουμε;

Πηγές: 

Ott B L & Mack R L (2014) Critical Media Studies (pg. 215-230)

Littlejohn S W & Foss K A (2012) Θεωρίες Ανθρώπινης Επικοινωνίας (σελ. 111-112)

Συντάκτης: Μαριλένα Χατζημιλτή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη