Αφήσαμε πίσω πολλούς εαυτούς για να γίνουμε οι άνθρωποι που είμαστε σήμερα. Τους ασπαστήκαμε όταν χρειάστηκε ναι, αλλά όταν πέρασαν πια οι ώρες ή τα χρόνια τους αφήσαμε πίσω μας όπως ένα φίδι αφήνει πίσω του το παλιό του δέρμα. Διπροσωπία το λένε πολλοί αλλά στην πραγματικότητα ονομάζεται ανάγκη για επιβίωση.

Γιατί περί ανάγκης πρόκειται, αφού αλλάζουμε για να καταφέρουμε να τα βγάλουμε πέρα με τη μία δυσκολία ή την άλλη. Έτσι, εγκαταλείπουμε το παιδάκι με τα κόκκινα πέδιλα που ήμασταν κάποτε και παρόλο που λυπούμαστε, ξέρουμε πως είναι για καλό του, για να ζήσει πιο όμορφα στο σήμερα. Να καταλάβει ότι δεν έφταιγε εκείνο για τις φορές που το μάλωσαν ή το κακοποίησαν, να ζήσει έχοντας στο μυαλό του ότι ακόμα κι αν δεν του έδειξε κάνεις την αγάπη και τη φροντίδα που σαν παιδί άξιζε, πλέον μαθαίνουμε να του τη δίνουμε εμείς. Θυμόμαστε την αθωότητα και την απλότητά του και πενθούμε για εκείνη, μετρώντας μαργαρίτες για να του στείλουμε -ξέροντας πως ούτε τα λουλούδια μπορούν να κάνουν τίποτα.

Και για να μη μείνουμε γυμνοί και εκτεθειμένοι απέναντι στη ζωή, αναγκαστήκαμε και τότε να βρούμε μια άλλη μάσκα να φορέσουμε, που με τον καιρό έγινε δέρμα. Αναγκαστήκαμε να γίνουμε τα υπερβολικά ανεξάρτητα, υπερβολικά εύκολα παιδιά που προστάτευαν μόνα τους τον εαυτό τους για να μην τους ξανά συμβεί τίποτα κακό. Μάθαμε να φοράμε τα μαύρα ρούχα που είχαμε πίσω-πίσω στο συρτάρι και να τραβάμε από το άγχος τα μανίκια μας μέχρι να ξεχειλώσουν. Διδαχθήκαμε ν’ αγαπάμε στα κρυφά, στα ήσυχα, όχι από ψευτοευγένεια αλλά από φόβο πως κάτι θα στραβώσει και πάλι θα πρέπει να αφήσουμε όλα όσα είχαμε γίνει και να προσαρμοστούμε σε νέα δεδομένα.

Αλλά πάντα αποτυγχάναμε όταν πιστεύαμε πως θα κρατήσουμε κι αυτόν τον εαυτό για πάντα. Γιατί εκείνος, ήταν αυτός που ερχόταν για να μας προετοιμαστεί για κάποιο μεγάλο βήμα, έναν νέο έρωτα, μια υπέροχη φιλιά, έναν σύντροφο ζωής. Ήταν ο εαυτός που μας έβαζε λιγάκι μυαλό, μας γέμιζε δυναμισμό και μας θύμιζε πως μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Ταυτόχρονα όμως, ήταν κι ο εαυτός που μας έκανε κάπως μίζερους και επιφυλακτικούς, θυμίζοντας μας καθετί κακό που άλλοι άνθρωποι μας έκαναν, ο εαυτός που ίσως πονούσε περισσότερο μέσα του και γυρνούσε πάντα όταν μια μεγάλη αποτυχία ή οτιδήποτε άσχημο μας χτυπούσε την πόρτα.

Κι έπειτα, όταν πλησίαζε ο άνθρωπος που ήθελε να ρίξουμε τις άμυνες μας και να παίζουμε μόνο επίθεση μαζί του, εμφανιζόταν ένας τρίτος εαυτός, λιγότερο αθώος από τον πρώτο και πιο πονηρεμένος, λιγάκι ερωτευμένος όμως με τη νέα του ζωή και τον άνθρωπο στην πόρτα. Κάτι ανάμεσα στις δύο προηγούμενες «συνθηκολογήσεις», γεγονός που τον έκανε επικίνδυνο προς τους άλλους και προς τον εαυτό μας. Συνήθως δεν ήμασταν ακόμη έτοιμη για τέτοια ισορροπία, χρειαζόμασταν πολύ περισσότερες αλλαγές για να αισθανθούμε έτοιμοι και να αποφασίσουμε.

Ένα φόρεμα, ένα κουστούμι, ένα τζιν ή ένα t-shirt, θα τα δοκιμάσουμε πολλές φορές αν θέλουμε να πάμε σε ραντεβού. Θα αλλάξουμε, θα κοιταχτούμε στον καθρέφτη, θα κάνουμε πολλές στροφές μέχρι ν’ αποφασίσουμε και θα αναρωτηθούμε πολλές φορές πώς δείχνουμε. Πώς θα μπορούσαμε ποτέ να αρκεστούμε σε 3 εαυτούς σ’ όλη μας τη ζωή και να πάρουμε τόσο εύκολα την απόφαση με ποιον θα πορευτούμε;

Έτσι, πάλι καταλήγουμε κάπως σαν φυγάδες, ψάχνοντας να βρούμε τι είδους ψυχή θέλουμε να τοποθετήσουμε στο σώμα μας. Θυμόμαστε καλά από το σχολείο πως κι αυτό ένα βάζο είναι, και μπορούμε να επιλέξουμε με τι λουλούδια θα το γεμίσουμε και πώς θα του φερθούμε. Δεν έχουμε μάθει όμως -τόσα χρόνια μετά το σχολείο-, πως τέτοιες απαντήσεις στη ζωή, δίνονται μόνο σ’ εκείνους που πάντα προχωράνε και δε φοβούνται ποτέ ν’ αλλάξουν. Σ’ εκείνους που αναγνωρίζουν πως οι αλλαγές δεν είναι πάντα ευχάριστες αλλά είναι κομμάτι του κύκλου της ζωής, όπως τα μαραμένα λουλούδια στο βάζο και το δέρμα ενός φιδιού στο δρόμο.

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου