Στη ζωή μου έχω βρεθεί πολλές φορές σε εκείνη τη θέση που εγώ αποκαλώ «καβούκι». Να έχω δηλαδή δίπλα μου τόσους ανθρώπους κι όμως να νιώθω μόνη. Τόσο μόνη που πολλές φορές νομίζω πως τη συνήθισα τη μοναξιά όμως γρήγορα καταλαβαίνω πως τελικά δε συνηθίζεται..

Είναι βλέπεις που έχει περάσει καιρός από τότε που άφησα την πόρτα της καρδιάς μου ανοιχτή για τον απρόσμενο επισκέπτη. Εκείνον που θα έρθει και θα θέλει να μείνει. Εκείνον που θα με δεχτεί με τα στραβά μου, τις παραξενιές μου σαν κλασική υποχόνδρια που είμαι. Εκείνον που θα με αγαπάει κάθε μέρα απ’ την αρχή μα πιο πολύ θα με αγαπάει όταν δεν το αξίζω, όταν δεν αγαπάω ούτε εγώ τον εαυτό μου.

Όταν την πατάς -κι όχι μία φορά μόνο-, αυτομάτως το υποσυνείδητό σου σε υποβάλλει σε μια διαδικασία άμυνας ή αλλιώς σε έναν λήθαργο. Και κάπως έτσι φωλιάζει μέσα σου ο φόβος για μια νέα αρχή. Ραντεβού, ατελείωτες συζητήσεις λες και δίνεις συνέντευξη για δουλειά, έπειτα το τέλος του ραντεβού η αμήχανη στιγμή του θα φιληθούν οι ήρωες της ιστορίας μας -ή όχι εν τέλει; Κι όλα αυτά γιατί;

Για να ξαναμπείς στο τριπάκι να μάθεις τον άλλον, να δεθείς μαζί του, να νομίζεις πως είναι  ο «ένας» και στο τέλος να ξαναπληγωθείς. Όλα αυτά συνθέτουν το «μακριά από εμάς». Αρκετά μελοδραματικό όλο αυτό το σενάριο όμως για να μπορώ να το υποστηρίξω πια. Το συνειδητοποιείς τη στιγμή που θα γνωρίσεις εκείνον και για χάρη του όλες οι παραπάνω θεωρίες και τα «δεν είμαι εγώ για σχέσεις» θα είναι σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ.

Ναι, ναι, για σένα μιλάω. Που μπήκες στη ζωή μου κι ομολογώ πως κατέρριψες τις θεωρίες μου, έσπασες το καβούκι μου και δες με, χαμογελάω ξανά! Είμαι δίπλα σου και δε με πιάνουν τάσεις φυγής στο μισάωρο, δεν ψάχνω την έξοδο κινδύνου. Είμαι μετά από καιρό αρκετά ήρεμη μέσα σε μια αγκαλιά σαν να σε αφήνω να ενώσεις τα κομμάτια μου και να περιμένω να κλείσεις τις πληγές μου.

Γιατί για όλους έρχεται η στιγμή που θα συναντήσουν ανθρώπους που έχουν να τους προσφέρουν πράγματα. Ανθρώπους που δε χρειάζεται να τους δώσεις εγχειρίδιο με οδηγίες για το πώς να σε χειριστούν, που το μόνο τους ελάττωμα είναι πως θέλουν συνέχεια να σε βλέπουν να χαμογελάς. Ανθρώπους που θα τρέξουν για σένα, θα είναι δίπλα σου πριν καν τολμήσεις να ξεστομίσεις πως τους χρειάζεσαι. Που θα αγαπάνε σε σένα κάθε παραξενιά σου και θα ξέρουν πώς να σε χειριστούν. Κι όλα αυτά γιατί πολύ απλά ενδιαφέρθηκαν λίγο περισσότερο για σένα από ό,τι όλοι εκείνοι που στάθηκαν στην επιφάνεια μιας και το βάθος σου τους έπνιγε..

Υπάρχουν εκεί έξω αυτοί οι άνθρωποι και καλά θα κάνεις να τους αρπάξεις απ’ τα μαλλιά, να τους δώσεις την ευκαιρία να σε κάνουν ευτυχισμένο, να τους εκτιμάς κάθε μέρα και λίγο παραπάνω. Οι στιγμές είναι για να τις ζούμε. Το αύριο υπάρχει μόνο για να κάνουμε όνειρα.

Κι εγώ θέλω να ζω το τώρα και να κάνω σχέδια για το αύριο που θα ‘ρθει. Τώρα έχω άλλο θάρρος. Τώρα ξέρω θα είσαι εσύ εκεί κι εγώ δε θα νιώθω πια μόνη ανάμεσα στους πολλούς. Κι αν έρθουν πάλι εκείνες οι στιγμές, εσύ θα είσαι εκεί, θα με αγκαλιάσεις σφιχτά μέχρι να δεις το χαμόγελο στα χείλη μου.

Ο απρόσμενος επισκέπτης δεν έχει συγκεκριμένη στιγμή άφιξης ούτε συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης. Έρχεται ξαφνικά και σου ξυπνά τις αισθήσεις σου μία προς μία. Σε αναγεννά απ’ τις στάχτες σου και σε αφήνει μουδιασμένο μεταξύ πραγματικότητας κι ονείρου. Τον αντιλαμβάνεσαι απ’ το άγγιγμά του, απ’ την αγκαλιά του. Εκείνη την αγκαλιά που τυλίγει τα χέρια του γύρω απ’ το σώμα σου, αλλά κρατά την ψυχή σου…

 

Συντάκτης: Λυδία Κεραμιώτη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη