«Στα ίδια μέρη θα συναντηθούμε», μας σιγοτραγουδούσαν κάποτε. Κι εμείς θέλαμε τόσο πολύ να τους πιστέψουμε. Ήμασταν, βλέπεις, πιο ρομαντικοί τότε κι όλα φάνταζαν δυνατά. Τα χρόνια πέρασαν. Εκείνοι οι φοιτητές μεγάλωναν κι η αίσθηση πως κάπου πράγματι θα τα ξαναλέγαμε σταδιακά κλονίστηκε. Ποιον ξεγελούσαμε, εξάλλου; Οι σκηνές διαδέχονταν αστραπιαία η μια την άλλη, οι μήνες έτρεχαν, οι εποχές σαν κύματα μας σκέπαζαν στο βυθό τους.

Ποζάραμε περήφανοι με το πτυχίο στα χέρια κι ύστερα πιάναμε την πρώτη δουλειά κι αγγίζαμε το όνειρο. Θα γινόμασταν σπουδαίοι. Έτσι τουλάχιστον μας επαναλάμβαναν απ’ τα γεννοφάσκια μας οι συγγενείς. Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή, λοιπόν. Η ατέλεια του ανθρώπινου είδους, υποθέτω. Να υπακούει και να εκτελεί. Να σκύβει το κεφάλι και ν’ ακολουθεί.

Έπειτα ήρθε η κρίση. Η άνοιξη θα μπορούσε να περιμένει. Η παρέα προσγειώθηκε απότομα. Εγκατέλειψε τη συνοικιακή καφετέρια, αφού πήρε δώρο γάμου υπερσύγχρονη μηχανή του καφέ. Αρκετοί διαιώνισαν το σπάνιο είδος τους και πλέον καταλαμβάνουν με μπιμπερό και κουδουνίστρες τα πάρκα του γνωστού μας σύμπαντος. Άλλοι αποχαιρέτησαν την πατρίδα, αφού υποψιάστηκαν πως το παρακάλι για έναν αξιοπρεπή μισθό προχωρά σφιχταγκαλιασμένο με τον Έλληνα πολίτη.

Τα τηλέφωνα αραίωσαν, καθώς τα βράδια όλοι αράζουν στο σπίτι, εξουθενωμένοι απ’ τις υπερωρίες της ημέρας. Οι μπαρότσαρκες περιορίστηκαν πια στις μαζώξεις των ειδικών περιστάσεων. Τότε τα ποτήρια γεμίζουν με κρασί, τα τσιγάρα ανάβουν, οι ξενιτεμένοι αντικρίζουν με συγκίνηση τα παλιά τους λημέρια κι οι υποσχέσεις για συχνότερη επαφή ανταλλάζονται. Μετά ο καθένας τραβάει το δρόμο του, κοιτά ψηλά τον απέραντο ουρανό, νοσταλγεί την ανεμελιά, μετράει απώλειες και πληγές.

«Έτσι είναι η παλιοζωή. Η πρώτη νιότη μας ραντίζει με την ψευδαίσθηση του κοινού οράματος. Τελικά ξυπνάμε στο κρεβάτι μας λιγάκι πιο γερασμένοι και το παίρνουμε πρέφα πως μονάχοι βαδίζουμε αιωνίως ως το τέλος» μου τόνισε κάποτε ένας κυνικός πενηντάρης.

Μα ξαφνικά, οι διάσημοι φίλοι του παρελθόντος στέκονται απέναντί μας. Για μιαν ακόμη φορά. Για μια διαφορετική φορά. Ίσως και για μια τελευταία φορά. Κι εμείς τηλεφωνούμε επιτέλους στον ξεχασμένο συμφοιτητή:

«Τα έμαθες; Γυρίζουν στον τόπο του εγκλήματος».

«Σοβαρά, ρε φίλε; Γιατί δεν περνάς απ’ το σπίτι να θυμηθούμε τα παλιά επεισόδια; Πάω στοίχημα πως εμείς κρατιόμαστε καλύτερα από αυτούς».

Τελικά το «Λόγω τιμής» αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια σειρά για τους σύγχρονους τριαντάρηδες και σαραντάρηδες. Είναι η ίδια η ζωή τους που διακυβεύεται σ’ ένα σενάριο. Είναι η ελπίδα πως πράγματι θα ξανανταμώσουν στα ίδια μέρη, είναι η αγάπη που θυσίασε τη συχνή συναναστροφή αλλά παρέμεινε ατόφια στις καρδιές.

Κι οι παρέες γράφουν την ιστορία τους ακόμη κι όταν διασκορπίζονται στα διάφορα σημεία του ορίζοντα ή κυνηγούν με άγχος την καθημερινότητα. Υπάρχουν στις αναμνήσεις μας, στα γέλια και στα κλάματα, στις κομβικές στιγμές που καθόρισαν χαρακτήρες, στα αεροδρόμια που χώρισαν ψυχές.

Το «Λόγω» Τιμής ξεκλειδώνει το μπαούλο της νοσταλγίας και μας ζητά επίμονα ένα χορό. Μας κατακλύζει με εικόνες, μας υπενθυμίζει τους αδιέξοδους έρωτες, τα σκαμπανεβάσματα στις σχέσεις με τους γονείς, τα παρθενικά επαγγελματικά χαστούκια και, κυρίως, τη σταθερή μας θεραπεία: Ένα τσούρμο από τρελούς που έσπαγε πλάκα με το παράδοξο της θνητής φύσης, που χλεύαζε το σύστημα και κατάστρωνε όνειρα τόσο ιερά όσα και τα κουράγια τους. Κατόπιν οι επαναστάτες χρειάστηκαν το σύστημα κι απέσπασαν τις ευλογίες του με αντάλλαγμα τη σιωπή της συνενοχής. Τα όνειρα παραγκωνίστηκαν για τη δουλίτσα, την οικογενειούλα και τα λοιπά υποκοριστικά.

Το «Λόγω τιμής», όμως, χτυπά ένα καμπανάκι και προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία. Την ευκαιρία να κερδίσουμε την παρτίδα, να πάμε πίσω και ν’ ανταμώσουμε ξανά τον πιτσιρικά εαυτό μας που πίστευε πως θα αλλάξει τον κόσμο, να σπάσουμε τα τείχη της απομόνωσης και να μοιραστούμε δίχως φόβο τη χαρά και την οδύνη μας με τους εκλεκτούς συνοδοιπόρους.

Και τώρα καθόμαστε και πάλι μαζί στο γωνιακό τραπέζι της συνοικιακής καφετέριας. Και ξέρουμε πως μια αφορμή θα γυρεύουμε αιωνίως για να συναντηθούμε, πως πείσμα το βάλαμε να γεράσουμε αγκαλιά, αν και χώρια.

Σε μια ζωή που κάνει κύκλους εμείς από αυτοκινητοδρόμους κι αεροδρόμια, από γραμμές τρένου και μετρό, θα επιστρέφουμε πάντα στον στενό μας κύκλο, στο κέντρο του σύμπαντος.

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη