Άνοιξες τα χέρια σου,

να τρέξουν τα ματωμένα δάκρυά τους

όταν ο νους τα έσφαζε

κι αυτά αιμορραγούσαν μούδιασμα.

Άνοιξες τα μάτια σου να δω όλο το σκοτάδι

που κρύβουν μέσα τους.

Πλησίασα τόσο, όσο χρειάστηκε

για να το πάρω μέσα μου.

Έφερες κοντά το σώμα σου

να νιώσω τους  χτύπους της καρδιάς σου.

Άγγιξα το σώμα σου

να νιώσω τις δονήσεις σου.

Ήρθες και μου έδωσες τα χέρια σου,

τον νου σου,

τα μάτια σου,

το σώμα σου

το στόμα σου

να σπάσω την καταραμένη πέτρα του πεπρωμένου.

Κι εγώ σου υποσχέθηκα, να πάρω την ψυχή σου.

Έπειτα, τη δική μου να σου δώσω.

Να μην πονάς άλλο πια κορίτσι μου.

Κι ούτε ποτέ ξανα να μην πονέσεις.

 

Συντάκτης: Γεώργιος Σιλιβάκος