Κι είναι κι εκείνο το συναίσθημα που γεννιέται μέσα σου έτσι ξαφνικά χωρίς να το θες, χωρίς να το επιδιώκεις, χωρίς να το περιμένεις. Και θεριεύει σιγά σιγά και γιγαντώνεται έτοιμο να σε κυριεύσει. Κι εσύ του αφήνεσαι, γιατί θέλεις να το νιώσεις κι ας ξέρεις ότι μπορεί και να σε διαλύσει συναισθηματικά. Κοιτάς τον καθρέφτη σου και δε βλέπεις πια εκείνο το ανέμελο, ξένοιαστο πρόσωπο που πάντα σου χαμογελούσε. Βλέπεις τη μορφή σου να σε κοιτά γεμάτη προβληματισμό, με κενά, θολά μάτια όλο αγωνία. Το δέρμα σου θαμπό, τα μαλλιά σου ανακατεμένα, η ψυχή σου ανταριασμένη. Δεν ξέρεις τι να κάνεις.

Τι είναι αυτό που νιώθεις τώρα; Τι περίεργο συναίσθημα είναι αυτό που βγαίνει μέσα από τα μύχια σου και σου χαμογελά αποπλανητικά και σαγηνευτικά; Τρομάζεις. Εσύ που πάντα είσαι από τους δυνατούς, που ξέρεις να διαφεντεύεις το μέσα σου με μεγάλη ευκολία. Τι σου συμβαίνει τώρα;

Θα ξανακοιταχτείς στον καθρέφτη με μάτια εκστατικά, με αβέβαιες αναπνοές κι ένα σκίρτημα στην καρδιά, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψεις αν δεν έχεις χαθεί ακόμα μέσα σου. Γιατί γνωρίζεις ότι έρωτας σημαίνει να χάνεσαι. Όχι μέσα σου μόνο, μα κυρίως μέσα στον άλλο. Μέσα σε μια απαλή, καθαρή ματιά, που θα την αναζητήσεις για ν’ ανιχνεύσεις προθέσεις, διαθέσεις, ή μάταιες, μεγάλες προσδοκίες. Μέσα σε μια αγκαλιά, που θα σε κάνει να θέλεις να μείνεις εκεί για πάντα, επαιτώντας για ψήγματα συναισθημάτων. Όπως αυτά, του ν΄ ανήκεις ολοκληρωτικά σε κάποιον, χωρίς δεσμεύσεις κι υποσχέσεις που δε θα κρατηθούν άφθαρτες στο χρόνο.

Βρέθηκε ξαφνικά πλάι σου και διεκδικεί χρόνο από τους χρόνους σου, πνοή από τις πνοές σου, λέξη από τις λέξεις σου. Λέξεις, από εκείνες που αφήνονται ακυβέρνητες να βγουν στην επιφάνεια με τόλμη. Εκείνες, που μοιάζουν ότι θα ειπωθούν για να τριβελίσουν με ψιθύρους τ΄ αφτιά σου, για να διεγείρουν το μυαλό σου σε μια προσπάθεια αποπλάνησης όλων των αισθήσεών σου. Θα βγουν χειμαρρώδεις κι ορμητικές, δε θα κρυφτούν, δε θα φοβηθούν, γιατί θα μιλήσουν για εκείνον τον παρορμητικό κι ενθουσιώδη έρωτα. Για εκείνον που σε πλανεύει, σε ξεσηκώνει, σε παρασύρει στους έντονους ρυθμούς του και σε στριφογυρίζει ατελεύτητα. Για ‘κείνον, που όταν τον νιώθεις, όλα γύρω σου στροβιλίζονται, σαν σε αέναες διαδρομές ενός παιδικού καρουζέλ, που δε σταματά ποτέ. Έτσι, για να σε ζαλίσει ανελέητα. Σιγά μην του ξεφύγεις λοιπόν! Γιατί έρωτας είναι, πώς να του ξεφύγεις!

Αναρωτιέσαι ξανά, γιατί αισθάνεσαι έτσι. Γιατί νιώθεις έρμαιο της αγάπης;  Γιατί δεν έχεις τη δύναμη να της αντισταθείς; Που είναι εκείνη η άλλη, η πάνοπλη, κυρίαρχη λογική, που θα σε προασπίσει και θα σε κρατήσει σε ασφαλείς αποστάσεις από ανερμάτιστα συναισθήματα; Γιατί σ΄ εγκαταλείπει κι αυτή υψώνοντας λευκή σημαία, τώρα, που τη χρειάζεσαι περισσότερο από ποτέ;

Θα ικετεύεσεις το μυαλό σου να επιβληθεί, να κατευνάσει την επιθυμία που αναδεύεται μέσα σου για ν΄ απαγκιστρωθεί από την εθιστική μορφή του έρωτα. Πόσο λάθος είσαι! Αυτό θα κραυγάσεις πάλι κι εσύ στον καθρέφτη σου, συμφωνώντας με όλους εκείνους τους δυνατούς κι αδείλιαστους, που σου ούρλιαζαν το ίδιο, όταν τους μιλούσες για την προσπάθεια που έκανες να οριοθετήσεις τα συναισθήματα που ένιωθες προκειμένου να σε προστατεύσεις. Δεν είσαι σαν εκείνους τους δυνατούς, τους ατρόμητους και γενναίους του έρωτα. Εσύ τρομάζεις γιατί ξέρεις ότι χάνεσαι μέσα στο συναίσθημα. Γιατί ξέρεις ότι όλα αυτά που νιώθεις είναι αληθινά, μοναδικά, μη παραχαραγμένα. Εκείνοι γιατί δεν τρομάζουν άραγε;

Λοιπόν, φοβάσαι; Όχι, δε φοβάσαι. Τρέμεις. Τρέμεις μήπως ανακαλύψουν πόσο ευάλωτος και τρωτός είσαι. Μήπως αφήσεις χαραμάδες και ξεχυθεί προς τα έξω φως, αλλά δε θα θελήσει κανείς να το νιώσει. Μήπως μείνουν όλα τα συναισθήματά σου χωρίς ανταπόκριση, μονόπλευρα, αρνούμενα να ταυτιστούν μ’ εκείνα των άλλων, χωρίς να μετουσιωθούν σε αμοιβαία. Μήπως σε χλευάσουν, όταν καταλάβουν τι νιώθεις βαθιά μέσα σου, μήπως μετατρέψουν την ψυχή σου σε άθυρμα εκείνα τα επιδέξια χέρια, που πριν λίγο αγκάλιαζες.

Μα πιο πολύ απ’ όλα, φοβάσαι μήπως μετά από το εξουθενωτικό ερωτικό παιχνίδι των αισθήσεων, σ΄εγκαταλείψουν με περισσή καταφρόνια, σαν ένα ξεχασμένο παιδικό παιχνίδι, δίπλα σ’ έναν άδειο κάδο σκουπιδιών. Γιατί, σ΄ απόκτησαν κι αφού το κατάφεραν, δε θα έχεις νόημα πια στη λίστα με τους μη εκπληρωμένους στόχους τους. Φοβάσαι μήπως το μόνο που κατάφερες ν’ αποκτήσεις ήταν μια θέση δίπλα στ’ αστραφτερά τους τρόπαια, που μένουν εκεί αγέρωχα να σου θυμίζουν ότι ίσως, ήσουν ένα απλό στοίχημα για εκείνους. Ένα στοίχημα, που κέρδισαν εύκολα κι ανενδοίαστα, νιώθοντας έτσι για λίγο, μόνο για λίγο όμως, σπουδαίοι γι’ άλλη μια φορά.

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου