Φύλλα ημερολογίου που τσαλακώνονται εύκολα και χωρίς δισταγμό, μέσα στα χέρια μας. Μέρες που εναλλάσσονται γρήγορα, χωρίς τις περισσότερες φορές ν’ αντιλαμβανόμαστε αν μας σημάδεψαν με το φως ή το σκοτάδι τους. Φεύγουν γεμάτες με διαδοχές συναισθημάτων και με αλληλεπιδράσεις ανούσιων ανθρώπων στη ζωή μας. Άλλοτε γεμάτες με αρνητικά κουνήματα κεφαλιού, άλλοτε με όμορφα, απλά χαμόγελα ανοχής και πάντα με μικρές, ανούσιες υποσχέσεις, ότι αύριο θα βρεθούμε πάλι για να κάνουμε νέα, διαφορετικά λάθη αυτή τη φορά.  Γιατί ποιο το νόημα, να μένουμε μόνο στα σωστά που πράξαμε; Τα λάθη είναι εκείνα που θα μας διδάξουν τι θα πρέπει να δούμε διαφορετικά μέσα μας.

Λίγο πριν την καληνύχτα, για σήμερα λοιπόν. Και το μόνο που θέλουμε, τη στιγμή που βρισκόμαστε μια ανάσα πριν σκύψουν κατάκοπα τα βλέφαρά μας, είναι μια αληθινή, συντροφική αγκαλιά. Μια θεραπευτική αγκαλιά, που μέσα της θα βυθιστούμε με μάτια κλειστά, περιμένοντας ότι όταν θα τ’ ανοίξουμε, θα έχουν θεραπευτεί τα πονεμένα από τη στυγνή καθημερινότητα, εσώψυχά μας.

Είναι που εκείνη τη στιγμή, έρχεται η ώρα των βαθιών, εσωτερικών εξομολογήσεων. Όλες εκείνες οι κρυφές, που ξέρουμε πολύ καλά ότι μόνο τις νύχτες, σφίγγουν σφικτά τους δειλούς ψιθύρους μας και ηχούν οδυνηρά ωμές, στα κενά, ψυχρά δωμάτια. Θέλουμε να μιλήσουμε για όλα εκείνα, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ανούσιας μέρας μας κι εξακολουθούν να μένουν καλά περιφρουρημένα, φυλακισμένα και δέσμια μέσα στο μυαλό μας. Για όλα εκείνα τα αναπόδραστα, που δεν τολμούμε να τ’ αφήσουμε να σκαρφαλώσουν στα σφικτά δαγκωμένα χείλη μας. Εκείνα, που επίμονα και πεισματικά, μας ζητούν την άδεια να καταβροχθίσουν τη σιωπή. Για να τους επιτρέψουμε να βυθιστούν στ΄αφτιά μας, να μετουσιωθούν στα κύτταρά μας και να φτάσουν σιωπηλά στην ψυχή μας. Με υπέρτατο σκοπό, την οριστική κάθαρση και τον εξαγνισμό μας, απ’ ό, τι ατέρμονα ενοχλεί τη γαλήνη μας.

Θα τολμήσουμε να μη μείνουμε στα προφανή και να μιλήσουμε για όλα εκείνα που τρέμουμε ν’ αποκαλύψουμε στους άλλους. Δε θα φοβηθούμε, ούτε θα μας προβληματίσει η σκέψη της έκθεσης και το πόσο ευάλωτοι θα φανούμε στα μάτια του συντρόφου μας. Θ’ αρθρώσουμε με ραγισμένες λέξεις, όλα εκείνα τα πολύ καλά κρυμμένα, τ΄ ανήλιαγα, τα θαμμένα μέσα μας. Τα αυστηρά προσωπικά. Αυτά, που όμοια με τρεμάμενες σκιές, θα τ’ ανασύρουμε από το σκοτάδι και θα τα εκθέσουμε στο φως, ώστε να τα λυτρώσουμε. Ν’ αφήσουμε την ανελέητη ειλικρίνεια να γίνει ο λοστός, που θ΄ ανοίξει τα σφραγισμένα χείλη μας. Μήπως και οι πετρωμένες λέξεις που θα ξεχυθούν με ορμή, χτίσουν λίγη παραπάνω εμπιστοσύνη μεταξύ μας.

Έλα να τολμήσουμε να μιλήσουμε για τους φόβους μας. Για εκείνους που κυβερνούν τις σκέψεις μας και μας κρατούν σιδηροδέσμιους χωρίς να μας επιτρέπουν να σταθούμε ο ένας μπροστά στον άλλο. Για το φόβο μας να δείξουμε τελικά, το πόσο πολύ φοβόμαστε! Για το ότι πρέπει πάντα να δείχνουμε δυνατοί, ενώ ξέρουμε ότι το μόνο που στην ουσία θέλουμε, είναι μια αγκαλιά για να κρύψουμε βαθιά μέσα της, το πόσο πραγματικά αδύναμοι νιώθουμε.

Έλα να μιλήσουμε για ό, τι μας τρομάζει.  Για το χρόνο, που κυλάει δραματικά γρήγορα, για τη σχέση που νιώθουμε ότι γίνεται έρμαιό του, για όλα αυτά που περιμένουμε κρυφά κι ανομολόγητα ο ένας από τον άλλο. Και που νιώθουμε ότι δεν προλαβαίνουμε να τα πραγματοποιήσουμε μέσα στις ελάχιστες στιγμές που οι παρουσίες μας συναντιούνται. Τότε που αισθανόμαστε ότι κι αυτές οι μικρές στιγμές ακροβατούν παράτολμα πάνω στο τεντωμένο σχοινί του χρόνου.

Έλα να μιλήσουμε για όλα αυτά που μας ανησυχούν. Για το αν θ’ αντέξει ο ένας τον άλλον, για το αν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τι διεκδικητικά ζητάμε χωρίς να παίρνουμε ούτε μια ανάσα ενδιάμεσα. Για το πόσο μας τρομάζει, μήπως ο έρωτας μάς εγκαταλείψει, δραπετεύοντας μέσα από τ΄ αγγίγματά μας. Μήπως αγκιστρωθεί σε άγνωστα μάτια και κουρνιάσει σε ξένες, φιλόξενες αγκαλιές.

Έλα να μιλήσουμε για το κυνήγι των στόχων που θέσαμε μαζί στο ξεκίνημά μας. Ν΄ ανοίξουμε τα βιβλία με τα γραμμένα κείμενα και να ξαναδιαβάσουμε όσα με κόκκινα μελάνια χαράξαμε πάνω τους. Να ξετυλίξουμε με δύναμη τους κιτρινισμένους χάρτες απλώνοντάς τους στα φθαρμένα, ξύλινα πατώματα των ψηλοτάβανων σπιτιών που αγαπούμε.

Έλα να μιλήσουμε για όλα εκείνα τ΄ όνειρα, που τάξαμε ο ένας στον άλλον ότι θα τα κάναμε μαζί. Εκείνα, με τα οποία δεσμευτήκαμε από τα πρώιμα μας χρόνια και τα υποσχεθήκαμε ο καθένας μας χωριστά, στο παιδί που τρομαγμένο ζει πάντα μέσα μας. Για εκείνα τα όνειρα, που τα μοναχικά βράδια τα στέλναμε προσευχές, στα σκοτεινά στερεώματα. Κι έμεναν εκεί ανεκπλήρωτα, να σφιχταγκαλιάζουν τις φρούδες ελπίδες που γεννιόταν μέσα μας. Για όλα εκείνα τα μεγαλειώδη, που υποσχεθήκαμε μέσα μας με σιωπηρούς, ανομολόγητους όρκους, ότι θα πραγματοποιούσαμε. Και δεν προλάβαμε.

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου