Τέλος καλοκαιριού, μήνας τρίτος κατά σειρά. Οι πρώτες οκτώ μέρες του, ήδη, πέρασαν. Για κάποιους έφτασε ο δικός τους Αύγουστος. Για άλλους ήρθε μόνο κι άλλος ένας μήνας. Ένας Αύγουστος που έφτασε και σε λίγο θα φύγει. Ένας Αύγουστος που δε σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Ένα καλοκαίρι που ΄ναι σαν να μην ήρθε ποτέ.

Πρόκειται για έναν υπερεκτιμημένο μήνα; Ίσως τελικά να ‘ναι ο  ομορφότερος μήνας του χρόνου. Μπορεί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για τον πιο διφορούμενο μήνα. Απ΄ τη μια η ανεμελιά, τα χαμόγελα, τα ηλιοκαμένα σώματα, η μυρωδιά των αντηλιακών, η αλμύρα του θαλασσινού νερού κι ο έρωτας σ΄ όλες του τις μορφές, που ξεπροβάλλει παντού και πάντοτε, σε κάθε λεπτό του Αυγούστου που περνά και χάνεται. Απ΄ την άλλη, όμως, δειλά-δειλά ξεπροβάλλει κι αυτή η θλίψη, η αυγουστιάτικη. Ένας μήνας που σε πολλούς προκαλεί έναν γλυκόπικρο πονοκέφαλο.

Αύγουστοι που πέρασαν απ΄ τη ζωή μας, πλάι σε πρόσωπα, που στο τώρα μας δε βρίσκονται εδώ. Κάποιοι απομακρύνθηκαν από δική τους επιλογή. Μερικοί ήθελαν όσο τίποτα άλλο να μείνουν, όμως δεν μπόρεσαν. Δεν το κατάφεραν. Άλλοι έρωτες που τελικά κατόρθωσαν κι ολοκληρώθηκαν αναίμακτα και χάθηκαν μαζί μ΄ έναν Αύγουστο. Κι όλοι αυτοί μας λείπουν ή απλώς λείπουν.

Όλοι εκείνοι οι Αύγουστοι που στο φως των φεγγαριών τους γράφτηκαν έρωτες, που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Παρέμειναν μόνο όνειρα, δίχως να καταφέρουν να γίνουν αναμνήσεις. Κι ίσως τελικά να υπάρχει λόγος που λέγονται καλοκαιρινοί έρωτες κι όχι απλά έρωτες.

Κι όλοι εκείνοι οι Αύγουστοι και τα «πρόσωπά» τους, που μας σημάδεψαν, μας πλήγωσαν, μας παρέσυραν, μας άλλαξαν, μας διαμόρφωσαν και τελικά μας καθόρισαν. Όλοι αυτοί οι Αύγουστοι που κάποιοι μας χρωστάνε. Κι όλοι εκείνοι οι Αύγουστοι που κι εμείς οι ίδιοι χρωστάμε σε κάποιους. Κι εμείς να φωνάζουμε σιωπηλά ότι επιτέλους αυτό που θέλουμε είναι έναν Αύγουστο που να μη μας χρωστάνε και να μη χρωστάμε. Έναν Αύγουστο, ένα καλοκαίρι δίχως κάποιο συναισθηματικό χρέος.

Σκέψεις που διαδέχονται η μια την άλλη, προκαλώντας αυτή τη θλίψη, την αυγουστιάτικη. Ίσως είναι και το χρονικό διάστημα, που ξεφεύγουμε απ΄ τη ρουτίνα μας κι έτσι το μυαλό κι η καρδιά μας αποδεσμεύονται κι αφήνονται ελεύθερα να θυμηθούν, να νιώσουν, να ζήσουν, να ξαναζήσουν.

Απ΄ τη μια ένας τόσο μπερδεμένος μήνας. Κι απ΄ την άλλη όλοι εκείνοι που με τον τρόπο τους μας δείχνουν –καλοπροαίρετα πάντοτε– ότι ΄ναι Αύγουστος κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ΄μαστε χαρούμενοι, πρέπει να διασκεδάσουμε, πρέπει να πάμε διακοπές, πρέπει να ερωτευθούμε, πρέπει να ξεσαλώσουμε κι ένα σωρό άλλα πρέπει. Πρέπει, πρέπει, πρέπει. Μα ο Αύγουστος δεν έχει πρέπει. Δεν μπορεί να ΄χει πρέπει. Μόνο θέλω. Πειράζει τελικά τόσο πολύ που υπάρχουν κι Αύγουστοι που δεν ξέρουμε τι άλλο μπορεί να θέλουμε; Που το μόνο που κάνουμε είναι ν΄ αφηνόμαστε στις αναμνήσεις μας; Σ΄ ό,τι ολοκληρώθηκε ή έμεινε μισό; Σε ΄κείνους που δε μας διάλεξαν για να περάσουμε μαζί τον Αύγουστο;  Σε κείνους που η ζωή τους οδήγησε σ΄ έναν άλλο προορισμό απ΄ το δικό μας; Έναν προορισμό, που κάποιοι ίσως και ν΄ αγωνιζόμαστε ακόμη για να φτάσουμε.

Ίσως τελικά αυτό που θέλουμε να ΄ναι ένας Αύγουστος κοντά σ΄ όλα μας τ΄ απωθημένα. Εκείνους που δε θα μείνουν μόνο για όσο αυτός διαρκεί. Αλλά θα παραμένουν δίπλα μας σε κάθε Αύγουστο. Κι έναν τέτοιο Αύγουστο ζητούσαμε πάντα. Αυτά τα καλοκαίρια θέλαμε. Τα καλοκαίρια όμως έρχονται, περνούν και φεύγουν κι εκείνοι δεν είναι εδώ. Κι είναι αυτή η γλυκόπικρη αυγουστιάτικη θλίψη, που σου θυμίζει, σου φωνάζει ότι τελικά δεν ήταν ποτέ εδώ.

Αύγουστος. Ένας μήνας διφορούμενος. Ένας μήνας αψυχολόγητος. Για κάποιους σημαίνει ήλιος, θέρος, έρως. Για άλλους δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από έναν ακόμα μήνα, ενός χρόνου που τρέχει. Για όλους, όμως, είναι ένας μήνας που μετρά βήμα-βήμα όλη τη ζωή μας, τα χρόνια, τους μήνες, τις μέρες, τις ώρες και τα λεπτά που πέρασαν. Ποιοι ήρθαν κοντά μας αλλά έφυγαν, ποιοι δε μας πρόλαβαν, ποιοι μας προσπέρασαν και ποιοι παρέμειναν. Ένας μήνας που όταν φεύγει, μας αφήνει με μια και μόνο σκέψη. Όποιος δεν είναι μαζί μας στην εκπνοή του καλοκαιριού, δεν ήταν και ποτέ.

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου