Κάθε τι που ήρθε γρήγορα στη ζωή μας, το ίδιο γρήγορα έφυγε. Έτσι δε λένε; Κανείς όμως δε μας είπε ποιες περιπτώσεις είναι αυτές που θα σου στοιχίσει όσο τίποτα μία τέτοια απώλεια και ποιες θα σου αφήσουν ένα πολύ καλό μάθημα.

Μια τυχαία συνάντηση και μια σχέση που προέκυψε από το πουθενά βαδίζει στα πιο ασταθή εδάφη, θέλει προσπάθεια, αφοσίωση και τόλμη να στεριώσει μα και πάλι κανείς δεν εγγυάται πως θα κρατήσει ή αν τελικά θα καταστραφεί. Αν το καλοσκεφτείς όμως, έτσι δε λειτουργεί η κάθε σχέση, ακόμα κι αν δε συνέβη αστραπιαία;

Τα μονοπάτια που ακολουθεί η οποιαδήποτε σχέση ποικίλουν μα ίσως έχουν το ίδιο μοτίβο αν τα παρατηρήσεις καλύτερα από μακριά. Μπορεί πάλι κι όχι. Εξαρτάται από το πώς το βλέπει ο καθένας.

Εκείνο το μονοπάτι όμως που κάπως διαφέρει από τα άλλα είναι εκείνο που περνάει δίπλα από τις πιο επικίνδυνες πλαγιές μα κάπου-κάπου σου προσφέρει την ομορφότερη θέα, από αυτές που σου κόβουν την ανάσα κι ενώ άλλες φορές βαδίζεις εκεί που το μονοπάτι μοιάζει –κάπως- φυσιολογικό, χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου, εκεί που δεν το περιμένεις.

Υπάρχουν άνθρωποι –ακόμα κι ο ίδιος μας ο εαυτός πολλές φορές- που βαδίζουν μαζί μας σε τέτοια μονοπάτια και κάθε απρόοπτο το περνάμε μαζί μα μόλις περάσουν τα «δύσκολα» ή η ένταση αυτή που προξενεί το επικίνδυνο, το απρόοπτο και το αυθόρμητο, φεύγουν. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει όμως και γιατί; Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για τον τρόπο που έμαθε να λειτουργεί επειδή διέφερε από τον δικό σου και πληγώθηκες. Το έζησες, έμαθες πώς είναι, διαπίστωσες πως δε σου ταιριάζει, προχωράς. Έτσι πάει, παίρνεις το μάθημά σου, τις πιο όμορφες αναμνήσεις από αυτή την εμπειρία, γιατί μόνο μ’ αυτές αξίζει να γεμίζουμε τη ζωή μας, και πηγαίνεις παρακάτω.

Σε κάποιους ίσως συμβαίνει συνεχώς, σε άλλους μία στο τόσο και σε άλλους μπορεί να μη συνέβη και ποτέ. Υπάρχουν όμως. Έτσι απρόοπτα έρχεται ένα άτομο ταράζοντας τα ήρεμα νερά σου, γνωρίζεις τον έρωτα εκ νέου, κάνεις πράγματα που ποτέ δεν έκανες, γνωρίζεις μια άλλη πτυχή της ζωής διαφορετική από αυτή που σου έδειξαν και ζούσες μέχρι πρότινος. Νιώθεις όμορφα, σε απογειώνει και ζείτε το κάθε λεπτό στο έπακρο γεμάτο ένταση και πάθος. Μέχρι που τα αποθέματα ξαφνικά τελειώνουν, πάνω που συνήθιζες σε αυτό το καινούριο, κι απλώς το βλέπεις να απομακρύνεται και σαν να ξυπνάς από λήθαργο λες «μα τι στο καλό σκεφτόμουν;». Όσο κι αν το ήθελες τώρα δείχνει λάθος.

Κάπως έτσι είναι ενδεχομένως στις περισσότερες των περιπτώσεων. Μα μετά, αφού ο θυμός ξεθυμάνει, διαπιστώνεις πως ήταν ίσως από τις καλύτερες εμπειρίες που είχες ποτέ, όχι επειδή πληγώθηκες και τελικά το ξεπέρασες –οκ, ίσως να μετράει κι αυτό- αλλά επειδή δοκίμασες κάτι πέρα από τις νόρμες σου και σου άρεσε και ξέρεις πως σε άλλη περίσταση δε θα είχες ίσως καν την ευκαιρία να γευτείς κάτι παρόμοιο. Έτσι μένει στη μνήμη σου ανεξίτηλα γραμμένο, κάτι που όπως και να το κάνουμε προσδίδει κάτι παράδοξα μοναδικό σ’ αυτό το «απωθημένο» που σου άφησε.

Κράτα το καλό από όλο αυτό, όσο κι αν πόνεσε η απότομη προσγείωση.

Πόσες είναι κι εκείνες οι φορές που όλα έμοιαζαν να καταρρέουν και εμφανίστηκε ένα χέρι από το πουθενά να μας επαναφέρει. Σε μία από τις συνηθισμένες σου βόλτες, στη στάση του λεωφορείου, στο στέκι απ’ όπου παίρνεις τον καθιερωμένο σου καφέ, οπουδήποτε μπορείς να σκεφτείς αυτή τη στιγμή, όπου απλώς λειτουργούσες μηχανικά ενώ το μυαλό σου είτε ταξίδευε είτε βυθιζόταν στο βούρκο της απελπισίας, ήρθε κάποιος με μία κουβέντα ή μία απλή χειρονομία να σου αλλάξει τη διάθεση, να σε κάνει να προβληματιστείς ακόμα και για τη ζωή σου, για το τι θέλεις, για το τι αξίζεις, να σε κάνει να δεις και μια άλλη πλευρά που δε φαντάστηκες ποτέ ότι υπάρχει.

Και ναι, δε χρειάζεται να φτάσεις στάσεις στα όρια της απελπισίας για να συμβεί κάτι τέτοιο. Μπορεί να είχες απλώς μία άσχημη μέρα, να έπεσες –μεταφορικά ή και κυριολεκτικά- την πιο ακατάλληλη στιγμή πάνω σε κάποιον κι αντί να σου πει οτιδήποτε θα μπορούσε να σ’ εκνευρίσει ακόμα περισσότερο, σκάει ένα χαμόγελο ή σου λέει ακριβώς αυτό που χρειαζόσουν ν’ ακούσεις εκείνη τη στιγμή –κι ας μην το ήξερες- και σου φτιάχνει το υπόλοιπο της ημέρας. Μπορεί να μην έτυχε να βρεθείτε ξανά, μπορεί ακόμα και να ξεχάσεις το πρόσωπό του αργότερα μα πάντα θα υπάρχει μία γλύκα στην ανάμνηση αυτή, ότι κάποιος από εκεί που δεν το περίμενες μπόρεσε να σου αλλάξει τη διάθεση, ακόμα και την κοσμοθεωρία σου, μέσα από μία κουβέντα.

Είτε οι άνθρωποι που έρχονται σαν ξαφνική καταιγίδα που ταράζει την ηρεμία μας και πάνω που τη συνηθίζουμε φεύγει το ίδιο ξαφνικά, είτε εκείνοι που εμφανίστηκαν για μία στιγμή δίνοντάς μας ένα boost να συνεχίσουμε, έχουν τον τρόπο να κατακτούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του μυαλού μας, χαράσσουν τη μνήμη μας γιατί κατάφεραν να μας αλλάξουν, ή μάλλον, να κοιτάξουμε καλύτερα μέσα μας.

Κανείς δε λέει πως μόνο αυτοί μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο, όπως κανείς δε λέει πως τέτοιες «συναντήσεις» θα επιφέρουν μονάχα τα παραπάνω αποτελέσματα. Οι περιπτώσεις ποικίλουν και ταυτόχρονα διαφέρουν ακόμα κι αν μοιάζουν πανομοιότυπες –ή το αντίθετο-, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ίδιους τους ανθρώπους. Κάθε ένας με κάποιον τρόπο διαφέρει από τον διπλανό του, κάθε ένας έχει ζήσει διαφορετικά.

Θα υπάρξουν άνθρωποι που πάνω στην κακοκεφιά σου θα αδιαφορήσουν για το τι περνάς και θα σ’ εκνευρίσουν περισσότερο, ή απλώς θα σε κάνουν χειρότερα, θα υπάρξουν άνθρωποι που θα σε νιώσουν κι ας μη σε ξέρουν και θα προσπαθήσουν να σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα. Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα περάσεις μαζί τους αξέχαστες στιγμές μα δε θα κρατήσουν για πολύ ενώ μ άλλους «για όσο πάει» και όντως θα πάει.

Δεν ορίζεις ποιος θα βρεθεί στο δρόμο σου, ούτε πώς θα σε επηρεάσει μα κάθε συνάντηση, κάθε εμπειρία αξίζει να τη ζήσεις. Θα αποκομίσεις πολλά περισσότερα απ’ όσα φαντάστηκες ποτέ. Embrace them.

 

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου