Το να προσπαθείς να γράψεις για το άδικο, είναι ίσως το πιο βάναυσο πράγμα που καλείται να κάνει ένας αρθρογράφος που πρέπει να καλύψει ένα θέμα. Ψάχνεις τις κατάλληλες λέξεις να πεις τη δική σου άποψη και να εκφράσεις έναν θυμό που δεν μπορεί να χωρέσει ανάμεσα στα κενά τους. Νιώθεις έναν τρόμο γι’ αυτό που ακούς και μια ανακούφιση, αν δεν ήταν κάποιος δικός σου εκεί. Και θυμώνεις με τον εαυτό σου που νιώθεις αυτή την καταραμένη ανακούφιση γιατί σκέφτεσαι ότι ένας άλλος δεν είναι στη δική σου θέση και προσπαθεί να μετριάσει όπως κι αν μπορεί τον αβάσταχτο πόνο του. Κι αναρωτιέσαι «γιατί ο άλλος κι όχι εγώ». Από τύχη.

Αυτό το άρθρο εγώ δεν ήθελα να το γράψω ποτέ. Ήθελα να γράψω για την άνοιξη, τον νέο εφηβικό έρωτα που ανθίζει, τα μεθύσια με φίλους, τα ταξίδια κι ίσως να σατιρίζαμε παρέα κι ένα ασήμαντο «διαβάστηκε». Γιατί υπάρχουν κι εκείνα τα μηνύματα που δε θα διαβαστούν ποτέ και μπροστά σ’ αυτά οι λέξεις στερεύουν και γίνονται ασήμαντες. Κι υπάρχουν κι εκείνοι οι παραλήπτες, που συνεχίζουν και στέλνουν. Γιατί είναι η έμφυτη τάση του ανθρώπου να επιμένει κι ας ξέρει ότι δεν υπάρχει τίποτα να ελπίζει πια. Μερικοί -οι πιο γενναίοι- το φωνάζουν δυνατά ότι το μόνο που έχει μείνει είναι στάχτες κι ένα άδειο σερβίτσιο σ’ ένα οικογενειακό τραπέζι να περιμένει να χρησιμοποιηθεί. Υπάρχουν κι αυτοί όμως που δεν εγκαταλείπουν και ψάχνουν και προσπαθούν και κρατιούνται οριακά απ’ ό,τι τους έχει απομείνει.

Περιμένεις μια είδηση κι εσύ όπως και τόσοι και ξαφνικά χαίρεσαι αδιανόητα που ένας πατέρας βρήκε την κόρη του και την αγκάλιασε σφιχτά. Και μετά μονολογείς ότι εκείνος τα κατάφερε, αλλά εκείνη η μάνα που ούρλιαζε δεν μπόρεσε να το κάνει. Και δε θα το κάνει ποτέ ξανά. Και θέλεις να τρέξεις να πάρεις αγκαλιά τους γονείς σου, ν’ απαντήσεις σε κάθε τους τηλεφώνημα και να μην τους φωνάξεις ότι πια είσαι μεγάλος για να σε ψάχνουν με αγωνία. Γιατί τώρα καταλαβαίνεις την αξία του «είμαι καλά». Μπορεί κάποιος να διανοηθεί σε μια τέτοια τραγωδία πόσο κοστίζει μια αγκαλιά; Κι ας το εκτιμάς για λίγο και μετά το ξεχνάς. Γιατί ξεχνάμε και προχωράμε και πάλι βάζουμε μπροστά τα δεδομένα μας, και λέμε πως αυτή τη φορά δε θα είναι έτσι γιατί η οργή μεγάλωσε, όμως η μνήμη εξασθενεί εύκολα και βολικά.

Σήμερα όμως, στέκεσαι και περιμένεις μια καλή είδηση, τους νιώθεις δικούς σου ανθρώπους και συμμετέχεις στον πόνο τους, γιατί δεν μπορεί αυτό να σε αφήσει ανεπηρέαστο. Γιατί όταν έρχεται η άνοιξη τα όνειρα γεννιούνται ξανά μ’ έναν μοναδικό τρόπο κι έχεις ανάγκη να κρατηθείς από μια μικρή χαρά. Κι αν υπάρχουν κι εκείνα που δε θα πραγματοποιηθούν, εκείνα που δεν πρόκειται να δημιουργηθούν κι οι δημιουργοί τους θα ταξιδεύουν αιώνια ψάχνοντας τη γαλήνη, εμείς τους το χρωστάμε να μην ξεχάσουμε. Κανένα άρθρο, καμία δημοσίευση, κανένα ειδησεογραφικό ρεπορτάζ δεν μπορεί να καλύψει τέτοιου είδους γεγονότα- ειδικότερα όταν οι μνήμες των ανθρώπων κι ο πόνος αυτών που έμειναν πίσω. Το μόνο που τους πρέπει, είναι αυτή τη φορά να μην ξεχάσουμε.

Συντάκτης: Βαρβάρα Αθανασίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου