Ώρα 06:30 το πρωί. Έξω έχει σχεδόν ξημερώσει. Ξυπνάς, όπως κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό, μετά βίας. Φτιάχνεις καφέ και δεν είσαι σίγουρος αν θυμήθηκες να βάλεις ζάχαρη ή όχι. Υποσχέθηκες στον εαυτό σου να ξυπνήσεις λίγο νωρίτερα σήμερα για να πιεις τον καφέ σου ως άνθρωπος. Όσο σε θυμάσαι τα τελευταία χρόνια, τρέχεις πανικόβλητος τελευταία στιγμή (αφού με δυσκολία πλέον ακούς το ξυπνητήρι που στριγγλίζει προσπαθώντας να κάνει το χρέος του και να σε σηκώσει απ’ το αφράτο στρωματάκι σου), ντύνεσαι βιαστικά, αρπάζεις κλειδιά και λάπτοπ, μπαίνεις στο αμάξι και ξεκινάς για τη δουλειά.

Αν σταθείς τυχερός απ’ την κίνηση στους δρόμους μπορεί και να προλάβεις να αγοράσεις τον αγαπημένο σου καφέ απ’ την καφετέρια στο ισόγειο της εταιρείας. Αν πάλι όχι, ξέρεις πως θα αναγκαστείς να πιεις το καφεδάκι σου απ’ τη μηχανή στο γραφείο, κάτι που δε σου φαίνεται και τόσο εξαιρετική ιδέα. Όταν όμως η κίνηση στους δρόμους δε σου χαρίζεται, δεν έχεις άλλη επιλογή.

Ανακουφισμένος που ανακαλύπτεις ότι έχεις βάλει ζάχαρη και μάλιστα τη σωστή ποσότητα, κοιτάς απ’ το παράθυρο. Η πόλη έχει ήδη ξυπνήσει, ο ήλιος ξεμύτισε έστω και λίγο θαμπός και τα πρώτα κορναρίσματα σου υπενθυμίζουν τι έχεις πάλι να αντιμετωπίσεις μόλις βάλεις μπροστά το αμαξάκι σου, το οποίο ακόμη παλεύεις να ξεχρεώσεις.

Ο νους σου τρέχει πίσω, την εποχή που σπούδαζες. Ήσουν απ’ τις τυχερές περιπτώσεις που πέρασαν στη σχολή πρώτης προτίμησης. Ξεκινούσες με τόσα όνειρα, μαθαίνοντας να εξασκείς το επάγγελμα των ονείρων σου, ελπίζοντας σε άμεση πρόσληψη και σωστές οικονομικές απολαβές. Η πραγματικότητα, φυσικά, σε προσγείωσε απότομα. Ο μισθός σου δε φτάνει να καλύψει ούτε τα βασικά και το απόγευμα δουλεύεις και στο σέρβις για να μπορείς να έχεις μια άνετη ζωή.

Χαμογελάς με πικρία και μόνο στη σκέψη της «άνετης ζωής». Γνωρίζεις πολύ καλά πως ούτε άνετη είναι αλλά ούτε και ζωή. Ο τραπεζικός σου λογαριασμός στο τέλος του μήνα δεν καταφέρνει ποτέ να έχει μέσα πάνω από 20 ευρώ και γνωρίζεις πως με το που πληρωθείς ξανά, μόλις πληρώσεις τις υποχρεώσεις σου, αυτά που θα μείνουν μετά βίας θα φτάσουν για να περάσεις το μήνα.

Απορείς πώς, δουλεύοντας σχεδόν όλη μέρα και μη προλαβαίνοντας να ξοδέψεις χρήματα σε περιττές ανέσεις και δραστηριότητες, καταφέρνεις να εξανεμίζεται ο μισθός σου κατά κύριο λόγο στο ενοίκιο, τους λογαριασμούς και τις δόσεις του αυτοκινήτου.

Κάποτε ονειρευόσουν να κάνεις κι οικογένεια. Ονειρευόσουν να έχεις μια δουλειά για να ζεις και μια όμορφη ζωή γεμάτη χαρούμενες φωνές, ένα σπίτι μεγάλο και φωτεινό, καθώς και την ευκαιρία για κανένα ταξιδάκι μία με δύο φορές το χρόνο. Τώρα, όμως, έχεις κλειστεί σε ένα σπίτι ελάχιστων τετραγωνικών, με θέα στον ακάλυπτο, απ’ τον οποίο βλέπεις στο βάθος κι ένα τμήμα της λεωφόρου κι έτσι, βλέποντας τουλάχιστον λίγο ουρανό, προσπαθείς να επαναπροσδιορίσεις τα όνειρά σου.

Όχι, δεν το δέχεσαι να σταματήσεις να ονειρεύεσαι. Κι ας ζεις για να δουλεύεις. Ξέρεις πως δε δουλεύεις για να ζήσεις. Ξέρεις πως αν δε δουλέψεις απ’ το πρωί ως το βράδυ δε θα μπορείς να εξασφαλίσεις ούτε αυτά. Όμως αναγνωρίζεις τον οργανισμό σου. Δεν είσαι πια όπως τότε που ήσουν φοιτητής. Τα χρόνια περάσανε κι η κούραση παγιώθηκε και στο σώμα σου αλλά, κυρίως, στην ψυχή σου. Παλεύεις τόσα χρόνια και δεν έχεις καταφέρει ούτε τα μισά από όσα ονειρεύτηκες. Όμως δε γίνεται, δε θέλεις, δεν το δέχεσαι, να σου στερηθεί κι η δυνατότητα να συνεχίζεις να κάνεις όνειρα. Και το δίλημμα επιστρέφει: Να συνεχίσεις να παλεύεις στον τόπο σου ή να φύγεις κι εσύ στο εξωτερικό, όπως τόσοι άλλοι, ξεκινώντας απ’ την αρχή αλλά ελπίζοντας σε μια πιο αξιοπρεπή ζωή;

Η ματιά σου πέφτει στο ρολόι σου. Άλλη μια μέρα για σένα ξεκινά. Αρπάζεις το λάπτοπ, τα κλειδιά και το κινητό σου και τρέχεις πάλι προς την έξοδο. «Κι αύριο μέρα είναι», σκέφτεσαι, «θα δω τι θα κάνω». Αυτό έλεγες κάθε μέρα στον εαυτό σου τα τελευταία δέκα χρόνια. Σε πήρε, όμως, μπάλα η ζωή και πέρασες τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «δουλεύω για να ζω» και στο «ζω για να δουλεύω». Κι ούτε που το κατάλαβες. Όμως, να θυμάσαι, ποτέ δεν είναι αργά.

Τα όνειρα σου δίνουν τη δύναμη να τα πραγματοποιήσεις, μόνο αν πιστέψεις σε αυτά. Πίστεψέ το, λοιπόν, και δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να ζήσει όπως ονειρεύεται. Εσύ ξέρεις τι θέλεις. Ξέρεις πόση σκληρή δουλειά μπορείς να καταβάλλεις. Διοχέτευσε όμως πλέον την ενέργειά σου εκεί που θα πιάσει τόπο.

Το σώμα σου θα συνεχίσει να κουράζεται, μα σαν κυνηγήσεις τα όνειρά σου, η ψυχή θα ξαλαφρώσει. Και τότε θα ξέρεις πως έκανες το σωστό.

Συντάκτης: Μαρία Χαρδαλιά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη