Καρναβάλι 2014, στο Ρέθυμνο. 

Η πόλη γιόρταζε τα εκατό χρόνια από την έναρξη του θεσμού και το party είχε ξεκινήσει από νωρίς. 

Πλήθος κόσμου βρισκόταν συγκεντρωμένο στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, για την καθιερωμένη παρέλαση, με τα άρματα και τις ομάδες των μασκαράδων. 

Είχαμε αποφασίσει με μια φίλη να πάμε, χωρίς όμως να ντυθούμε κάτι συγκεκριμένο. Με λίγα πούπουλα, κάτι αυτάκια και τρελό μακιγιάζ, ήμασταν έτοιμες για τη μεγάλη γιορτή. 

Βγήκαμε από το σπίτι και κατευθυνθήκαμε προς το λιμάνι. Υπήρχε κόσμος παντού. Τραγουδούσε, χόρευε και έπαιζε πόλεμο με πολύχρωμες ζερπατίνες. Η μουσική είχε ανακατευτεί με τη φασαρία του όχλου και η είσοδος στο λιμάνι γινόταν όλο και πιο δύσκολη. 

Μετά από πολύ σπρώξιμο και πείσμα, καταφέραμε να περάσουμε μπροστά και βρισκόμασταν σε απόσταση αναπνοής από την παρέλαση. 

Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και το κέφι μας είχε ήδη συνεπάρει. Γελούσαμε και χορεύαμε ασταμάτητα, όταν πέντε αγόρια θέλησαν να περάσουν από διπλά μας, με κάπως αδέξιο τρόπο. 

Ο ένας από αυτούς, καθώς προσπάθησε να με προσπεράσει, με χτύπησε με τον αγκώνα του στο στομάχι. Για δευτερόλεπτα μου κόπηκε η αναπνοή και τον κοίταξα εκνευρισμένη. Πρόλαβα να δω ελάχιστα το πρόσωπό του, γιατί οι φίλοι του τον τράβηξαν και χάθηκε στο πλήθος. 

Πονούσα αρκετά, όμως δεν πτοήθηκα. Ο ήλιος άρχισε να πέφτει και μαζευτήκαμε σιγά, σιγά προς το σπίτι, για λίγες ώρες ξεκούρασης, πριν την βραδινή έξοδο. 

Αυτή τη φορά το outfit αποτελούνταν από τρελά γυαλιά και χρωματιστά καπέλα. Οι δρόμοι ήταν ξανά γεμάτοι. Μεθυσμένες φωνές τραγουδούσαν διάφορα ρεφρέν και οι πόρτες από τα μαγαζιά ανοιγόκλειναν συνεχώς. 

Στο κλαμπ η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική, βρήκαμε όμως μια γωνίτσα στη μπάρα και τρυπώσαμε. Παραγγείλαμε τα ποτά μας και ξεκινήσαμε το χορό και τις αστείες φωτογραφίες των γελοίων γυαλιών μας. 

Το party είχε φτάσει στο ζενίθ και εγώ ήμουν λιγάκι ζαλισμένη. Κάποια στιγμή, χωρίς να καταλάβω ακριβώς πως, γλίστρησα και καθώς δεν έβλεπα καλά αφού φορούσα ακόμη τα γυαλιά, έπεσα με δύναμη στην αγκαλιά του διπλανού μου. 

Σοκ. Ένα τεράστιο σοκ με κυρίευσε και είχα μαρμαρώσει. Τον κοίταξα και παρατήρησα πως κάτι μου θύμιζε, όμως δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς τι. 

«Μάλλον μου άξιζε», είπε χαμογελώντας και εγώ απορριμμένη δεν ήξερα τι εννοούσε. «Σε πόνεσα;», ψέλλισα. «Όχι τόσο, όσο πρέπει να σε πόνεσα εγώ το πρωί», απάντησε αυτός. 

Τότε κατάλαβα. Ναι, ήταν εκείνος που μου είχε ρίξει την υπέροχη αγκωνιά στην παρέλαση –και μεταξύ μας με είχε σκοτώσει. 

Όμως για ένα περίεργο λόγο, όσο κοιτούσα τα μάτια του, τόσο δεν μπορούσα να του κρατήσω κακία. Μετά δε και τη θεαματική πτώση μου, θεώρησα πως είχαμε πατσίσει. 

Έτσι χαμογέλασα και οι παρέες ενώθηκαν. Όλο το βράδυ χορεύαμε μαζί. Ήταν δύσκολο να ακούσει ο ένας τον άλλο μέσα στη φασαρία, γι’ αυτό και δε μιλούσαμε πολύ. Κατά τις πέντε το πρωί όμως, μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα οι δυο μας, για να γνωριστούμε καλύτερα. 

Δέχτηκα και βρεθήκαμε να περπατάμε στο παλιό λιμάνι για ώρα, ώσπου κάτσαμε σε ένα παγκάκι κοντά στη θάλασσα. Τον έλεγαν Στάθη. Φοιτητής στα Γιάννενα, που είχε έρθει μόνο για το καρναβάλι. Το επόμενο πρωί, θα γύριζε πίσω. 

Μιλήσαμε για παιδικά χρόνια, για όνειρα, έρωτες, φιλίες και σχέσεις. Για αγαπημένα φαγητά, μουσικές, στιγμές που θα θέλαμε να ξεχάσουμε και εκείνες που θα θέλαμε να κρατήσουν για πάντα. 

Ένιωθα πολύ οικεία κοντά του και ήταν η πρώτη φορά, που ανοίχτηκα τόσο πολύ σε κάποιον εντελώς ξένο. Ίσως έφταιγε το ότι δε θα τον ξαναέβλεπα και έπρεπε να τα μάθει όλα μαζεμένα. 

Είδαμε μαζί το ξημέρωμα. Με είχε πάρει αγκαλιά, γιατί κρύωνα και κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο. 

Τον κοίταξα διακριτικά και παρατήρησα πως τα μάτια του, ήταν καστανά με πράσινες πιτσιλιές. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια μάτια. 

Είχαμε μείνει για ώρα σιωπηλοί και ύστερα προσφέρθηκε να με συνοδέψει ως το σπίτι. Λίγο πριν ανοίξω την εξώπορτα, με άρπαξε από το χέρι. «Αφού δεν γνωριστήκαμε σωστά, ας χαιρετηθούμε τουλάχιστον όπως πρέπει», είπε και με φίλησε. 

Του είπα καλημέρα και ανέβηκα τις σκάλες. Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί, ούτε έχουμε μιλήσει. Δεν ανταλλάξαμε κινητά, ούτε facebook. Δεν ήταν ανάγκη, ό,τι ήταν να ζήσουμε, το είχαμε ζήσει σε μια μέρα

Σα σκηνή από ταινία και εμείς οι πρωταγωνιστές. Ξέραμε πως μια σχέση, δε θα κρατούσε και είχαμε συμφωνήσει και οι δυο πως κάτι παραπάνω πέρα από αυτή τη συνάντηση, θα χάλαγε τη μαγεία. 

Το σίγουρο είναι πως δε θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια του και κυρίως τον τρόπο που με κοιτούσε. 

Καμιά φορά, ο έρωτας έχει μεγάλη πλάκα. Μπορεί να ντυθεί μασκαράς και να περάσει από δίπλα σου χορεύοντας κλακέτες. 

Μπορεί να σε χτυπήσει, άθελά του, στο στομάχι με μια αγκωνιά. Να πέσει πάνω σου με δύναμη, εκεί που δεν το περιμένεις. Να μιλάει μαζί σου όλη νύχτα και το πρωί να σε καλημερίσει με ένα φιλί. 

Και καμιά φορά διαρκεί μόνο, μέχρι να ξημερώσει.

Συντάκτης: Πόπη Κονοφάου